Ο γερο-πλάτανος.
Πρασίνισε ο πλάτανος, δροσιά μες την καρδιά μου
κάτι ακούω να χτυπά, μουδιάζει το κορμί μου
σηκώνω χέρι, χαιρετώ, τα μάτια λαμπυρίζουν
χαράζει με χαμόγελο κρυφό κάτω απ’ τη μάσκα
το πρόσωπο του γέροντα που στέκει κι αγναντεύει
το πληγωμένο το θεριό που αιώνες τώρα στέκει
μέσα στο κέντρο του χωριού ορόσημο να μένει.
Πόσες γενιές ανέθρεψε, πόσες ψυχές αγκάλη
τις έθρεψε με τη δροσιά, προστάτεψε με κλώνια
που άπλωνε οριζόντια μακρά στο γύρω τόπο.
Τζιτζίκια τραγουδούσανε στου Αυγούστου τις καψάδες
παιδάκια γυροφέρνανε και χώνονταν στην κουφάλα
που με τα χρόνια έθρεφε κι όλο μικρή γινόταν
μέχρι που έγινε φωλιά για μία κουκουβάγια
που πλάκα έσπαγε κοιτάζοντας με γουρλωμένα μάτια
τον κόσμο γύρω από αυτόν να τρώει τα σουβλάκια.
Αν ήταν μαγνητόφωνο, αν κάμερα φορούσε
θα έγραφε τόμους πολλούς με μπόλικες ιστορίες
τα βάσανα και τις χαρές, τις πίκρες, τα φαρμάκια
καημούς, μεράκια, όνειρα, κρυφές γλυκές αγάπες…
πρόσωπα που πρόωρα οι ρυτίδες βαθιά χαράξαν
μαλλιά ακούρευτα λιπαρά κρυμμένα απ΄την τραγιάσκα
που χρόνια πρόσθετε πολλά στου κόσμου την καμπούρα.
Απ΄τα πολλά τα βάσανα, απ΄τις πολλές τις έγνοιες
με τα πολλά τρεξίματα και βάρβαρη εργασία
σκεβρώσανε, στραβώσανε και χάσαν την ικμάδα
μα η ψυχή τους ζωντανή γεμάτη από πείσμα
θε να χορέψουν με ρυθμό πιασμένοι απ΄το χέρι
γύρω από τον πλάτανο σα να΄ναι νεαρούδια.
Μα κάποτε κουράστηκε κι άρχισε να γερνάει
τα φύλλα του μαράζωσαν, γέμισαν με αρρώστια
μηνύματα έστελναν συχνά πέφτοντας μες τα πιάτα
ξερά πριν την ώρα τους μέσα στο Καλοκαίρι.
Μα σαν από θαύμα έπεσε πάνω του αεροπλάνο
κι ένας αέρας φοβερός, το λέμε και μπουρίνι
τον κύκλωσε, τον τρέλανε τον έκανε κομμάτια.
Στρώση πια γύρω τα κλαδιά γεμίσαν την πλατεία
μαζί και με τα δάκρυα που χύσαν οι Πρωταίοι
Χαμόγελα χαιρέκακα και λόγια όλο πίκρα
μνημόσυνο τον κάνανε το φουκαρά πια νάνο.
Γυμνός και απροστάτευτος, περίλυπος ζητιάνος
έστεκε μόνος στο χιονιά, μόνος στην καραντίνα
μα όπως λέει ο λαός και οι σοφοί οι γέροι
πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι
έτσι κι ο έρμος πλάτανος της Πρώτης το καμάρι
φούντωσε και ζωντάνεψε, έγινε παλληκάρι
νέα καρδιά ξανάρχισε να κουδουνάει στα στήθη
νέα κορδέλα εγγραφής έβαλε για να γράψει
τις ιστορίες που θα πουν οι νέοι και οι νέες
καθώς θα απολαμβάνουνε κάτω από τη σκιά του
τον γευστικό τους τον καφέ στα γραφικά σοκάκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.