Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

ΜεΡΑ25 Σερρών : Μιχάλης Πισκιουλης - Προοπτικές συγκρότησης κυβέρνησης συνεργασίας

 


 

 

Υπάρχει ένα μίνιμουμ κοινών στόχων συγκρότησης κυβέρνησης συνεργασίας; 

Αυτό ήταν το θέμα συζήτησης που έβαλε επί τάπητος, την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου στη Θεσσαλονίκη, το  «Δίκτυο Πολιτικού Προβληματισμού» με οικοδεσπότη της εκδήλωσης τον Πάνο Δημητρακά, εκπρόσωπο του Δικτύου. 

Αυτοί που κλήθηκαν να απαντήσουν στο ερώτημα, αλλά και στις  ερωτήσεις-τοποθετήσεις του κοινού ήταν ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελος, ο
βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Χάρης Καστανίδης, ο εκπρόσωπος τύπου του ΜέΡΑ25 Μιχάλης Κριθαρίδης και ο πρώην Ευρωβουλευτής Νίκος Χρυσόγελος, μέλος της εκλογικής συμμαχίας  «Πράσινο και Μωβ».


Με βάση τα όσα ακούστηκαν από τους εκπροσώπους των κομμάτων και τον κόσμο που παρακολούθησε την εκδήλωση και τοποθετήθηκε επί των ομιλιών αλλά και σε επιμέρους ζητήματα που ταλανίζουν το πολιτικό σκηνικό, καταθέτω ορισμένα προσωπικά συμπεράσματα:


Πρώτο: Η αθρόα προσέλευση πολιτών, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προβολή της εκδήλωσης, που γέμισαν την αίθουσα «Μανόλης Αναγνωστάκης» του Δημαρχείου Θεσσαλονίκης κατέδειξε το  ενδιαφέρον και την αγωνία του προοδευτικού κόσμου για συνεργασία των κομμάτων της  Κεντροαριστεράς με κοινούς στόχους. Η συζήτηση ανέδειξε ότι, πράγματι αυτοί οι κοινοί στόχοι
μπορούν να υπάρξουν σε προγραμματικό επίπεδο, μιας και οι αναφορές σε κεντρικά αλλά και σε επιμέρους ζητήματα είχαν κοινές αναφορές μεταξύ των ομιλητών.


Δεύτερο: Η απάντηση που προέκυψε στο ερώτημα «μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας;» ήταν σαφής: ΟΧΙ, δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο τώρα. Υπάρχει έλλειμα επικοινωνίας μεταξύ των κομμάτων της Κεντροαριστεράς. Η όποια συνεργασία, αν προκύψει, δεν θα είναι συνεργασία στρατηγικής αντιμετώπισης των διαχρονικών προβλημάτων της
ελληνικής κοινωνίας, δεν θα λύνει το πρόβλημα της απαλλαγής από τη χρεοδολουπαροικία, δεν θα θέτει τη χώρα σε μια άλλου είδους τροχιά ανάπτυξης με κέντρο τον άνθρωπο. 

Θα  απαντά μόνο στο αίτημα απομάκρυνσης -της κατά κοινή ομολογία- επικίνδυνης παρούσας κυβέρνησης κι αυτό βραχυχρόνια. Το πρόβλημα δεν είναι μόνον η παρούσα κυβέρνηση, αλλά το μοντέλο εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, δεμένης στο άρμα της ντόπιας και ξένης ολιγαρχίας. 

Θα είναι μια τεχνητή συγκόλληση δυνάμεων που σύντομα θα επιτρέψει να  διαφανούν οι ενδογενείς αδυναμίες της. Υπάρχουν, βέβαια, προβλήματα που πρέπει -και ίσως να μπορεί να λύσει προσωρινά μια κυβέρνηση κεντροαριστερής συμμαχίας- που αφορούν σε ζητήματα όπως αυτό της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τον άθλιο τρόπο που γίνεται η νομή της εξουσίας αλλά και
σημαντικά ζητήματα επαναφοράς της ελευθερίας και της δημοκρατίας που καταστρατηγούνται π.χ. με τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις που θέτουν πολιτικούς και πολίτες σε ομηρία. 

Θα μπορούσε λοιπόν να ισχυρισθεί κανείς, λαμβάνοντας υπόψη του τη σημερινή πολιτική κατάσταση, «ας επιτευχθεί συνεργασία έστω και σ’ αυτό το επίπεδο» με μια κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» να λύσει, έστω, αυτά τα προβλήματα. Κυβερνήσεις συνεργασίας «ειδικού σκοπού» έχουν συγκροτηθεί και στο παρελθόν με πιο πρόσφατη την κυβέρνηση Παπαδήμου
και πιο εμβληματική την κυβέρνηση Ζολώτα στην οποία συμμετείχαν Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός. Καμία από τις κυβερνήσεις «ειδικού σκοπού» δεν είχε μακρόπνοο πρόγραμμα. 

Είχαν όλες προσδιορισμένους βραχυχρόνιους στόχους και περιορισμένες
δυνατότητες και είναι ακόμα προς διερεύνηση αν τελικά πέτυχαν κάτι για τον τόπο. 

Οι δύο μάλιστα που αναφέρθηκαν δημιούργησαν αλυσιδωτές αντιδράσεις (Βλ. διάσπαση της ΚΝΕ μετά τον σχηματισμό της Κυβέρνησης Ζολώτα και εκλογικό καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ μετά την κυβέρνηση Παπαδήμου).

Τρίτο: Η έκφραση «δεν υπάρχει κουλτούρα κομματικών συνεργασιών στην Ελλάδα» πρέπει να αντικατασταθεί με την έκφραση «δεν υπάρχει κουλτούρα διαλόγου στην Ελλάδα» διότι δεν μπορεί να υπάρξει συνεργασία αν προηγουμένως δεν υπάρξει διάλογος. 

Η απλή αναλογική οδηγεί αναγκαστικά σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Έπρεπε, λοιπόν, την επομένη της ψήφισης της απλής αναλογικής, χωρίς ούτε μία μέρα να χαθεί, να είχε αρχίσει ένας διάλογος και μια επικοινωνία μεταξύ των κομμάτων του «προοδευτικού» τόξου, ώστε να συγκλίνουν για να
δημιουργηθεί ένα κοινό έδαφος για μια κυβέρνηση συνεργασίας. Αυτήν την πρωτοβουλία θα έπρεπε να την είχε αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυρίαρχο κόμμα στον χώρο της Αριστεράς αλλά πρωτίστως για να υπερασπιστεί την απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα που μπορεί να  λειτουργήσει θετικά στην ανάδειξη κυβερνήσεων συνεννόησης και συνεργασίας στη βάση της
σφυρηλάτησης ενός σύγχρονου στρατηγικού προοδευτικού προγράμματος μακράς πνοής.


Αντιθέτως, όχι μόνο δεν πήρε την πρωτοβουλία, αλλά δεν ανταποκρίθηκε ούτε στην πρόσκληση διαλόγου που κατέθεσε το ΜέΡΑ25 τον Μάιο του ’22 πρότεινε 7+1 τομές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση ενός διαλόγου για την προοπτική σχηματισμού προοδευτικής κυβέρνησης. Και μάλιστα με δηλωμένη τη διάθεση του ΜέΡΑ25 να προσέλθει στον διάλογο, έστω κι αν απορριφθούν όλες οι προτάσεις του, αρκεί να κατατεθούν κάποιες
άλλες.

 Η λογική «να γίνουν εκλογές και αφού καταγραφεί η λαϊκή ετυμηγορία θα δούμε τι θα κάνουμε», είναι τυχοδιωκτισμός. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε τον διάλογο για συγκεκριμένους λόγους. Η διεξαγωγή ενός έντιμου διαλόγου πολύ πριν τις εκλογές θα αφαιρούσε από τον ΣΥΡΙΖΑ το εκβιαστικό επιχείρημα «ψηφίστε μας για να διώξουμε αυτήν την κυβέρνηση», αφού προοδευτική κυβέρνηση, με μια εκ των προτέρων συμφωνία των κομμάτων τού προοδευτικού τόξου θα ήταν εξασφαλισμένη, ανεξάρτητα αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πρώτο ή δεύτερο κόμμα.

 Η αθροιστική πλειοψηφία στη Βουλή είναι αθροιστική πλειοψηφία και στον λαό, άρα δεν θα ήταν κυβέρνηση μειοψηφίας και δεν μπαίνει ζήτημα «εντιμότητας». 

Στην πραγματικότητα ο κ. Τσίπρας ομολογεί ότι δεν θέλει την απλή αναλογική ως σύστημα που θα αναγκάσει τα κόμματα να υιοθετήσουν την «κουλτούρα τού διαλόγου» για να έρθουν σε συμφωνία, αλλά ως εργαλείο  που εκβιαστικά θα χρησιμοποιήσει μετά τις εκλογές: Ή εμείς ή αυτοί. 

Οδηγώντας έτσι τον εαυτό του στην εξουσία με μίνιμουμ συμφωνίες αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Πέρα από  τον δόλο που του καταλογίζω, θεωρώ αυτήν τη λογική ανόητη ακόμα και επιζήμια για τον εαυτό του, πράγμα που πιστεύω ότι θα αποδειχθεί σε εύλογο πολιτικά χρονικό διάστημα.


Τέταρτο: Στον διάλογο δεν συμμετείχε η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και, ενδεχομένως, δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει. Διότι αυτή η Αριστερά είναι μια «δύσκολη» Αριστερά.

 Είναι όμως εξίσου σημαντική. Είναι η Αριστερά των διαδηλώσεων, η Αριστερά των κινημάτων, της αλληλεγγύης, των συνδικάτων, των φοιτητικών παρατάξεων. Η Αριστερά «των παιδιών που ονειρεύονται, των παιδιών που τα θέλουνε όλα, των παιδιών που δεν τρώνε τη φόλα». 

Με αυτήν την Αριστερά μπορείς να συζητήσεις έξω από τα σπίτια που βγαίνουν σε πλειστηριασμό, στο Αντιφασιστικό Μέτωπο, στα βουνά που καταπατώνται, στις παραλίες που  ιδιωτικοποιούνται, στα δάση που ξηλώνονται, στις πλατείες που «στενεύουν», στις εξορύξεις χρυσού, στους απεργούς της Μαλαματίνα και των λιπασμάτων, στα συνδικάτα, στους χώρους των Πανεπιστημίων που αστυνομοτρομοκρατούνται. Είναι οι χώροι της Αριστεράς που μπορεί  να μην οδηγούνται στην κυβέρνηση και στην εξουσία, όμως δημιουργούν σημαντικό μέρος της ατζέντας του πολιτικού διαλόγου. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνον έχει απομακρυνθεί από αυτή την
Αριστερά, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις έγινε και διώκτης της.


Εν κατακλείδι:
Τη θετική και αναγκαία πρωτοβουλία που πήρε το «Δίκτυο Πολιτικού Προβληματισμού» έπρεπε να την έχουν πάρει τα κόμματα εδώ και χρόνια. 

Διαπιστώθηκε ότι, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των κομμάτων της κεντροαριστεράς. 

Η όποια πρωτοβουλία παρθεί μετά τις εκλογές είναι καταδικασμένη στην ουσία της να αποτύχει. 

Απλά, ίσως αποτελέσει ένα διάλειμμα στη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού. Ένα πολύτιμο χρονικό διάστημα για διάλογο χάθηκε. 

Η Αριστερά όμως είναι καταδικασμένη σύντομα να συναντηθεί.


Πισκιούλης Μιχάλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.