Είναι ξεκάθαρο ότι μετά το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου η ιδεολογική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ αποσυντίθεται - και μάλιστα με ρυθμό ραγδαίο. Τελικά, «τι είναι και τι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ»; Αν δεν δοθούν γρήγορα και ευκρινώς οι απαντήσεις, τότε ενδεχομένως τα χειρότερα να μην έχουν έρθει ακόμα
Πολλοί προεξοφλούσαν ότι μετά την επικράτηση του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πια καθιερωθεί ως κόμμα εξουσίας, αποτελώντας μάλιστα τον έναν εκ των δύο πόλων του νέου δικομματισμού. Η θέση αυτή ενισχύθηκε και μετά το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019, όταν ο Αλέξης Τσίπρας συγκέντρωσε περί το 32%, προερχόμενος μάλιστα όχι μόνο από μια βαριά ήττα με το 23% των ευρωεκλογών, αλλά και από μια σκληρή τετραετία υπερφορολόγησης και αποδεδειγμένης αδυναμίας στη διαχείριση των πολυεπίπεδων προκλήσεων της σύγχρονης εποχής. Μόλις οκτώ χρόνια μετά, το πρώην κυβερνών κόμμα δεν περνά απλώς μια παροδική κρίση, έχοντας να διαχειριστεί μια ήττα ιστορικών διαστάσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει μια βαθιά ιδεολογική και ταυτοτική κρίση – και αυτό διότι, από τη δυναμική εμφάνισή του έως και σήμερα, η ηγετική ομάδα παρέβλεψε το προφανές: ότι για να παραμείνεις σε τροχιά εξουσίας δεν αρκεί να πετροβολάς τους αντιπάλους σου. Οφείλεις να σχεδιάσεις μια πλατφόρμα ιδεών, δυνάμει πλειοψηφική και βεβαίως αντίστοιχη έστω με τα βασικά κοινωνικά αιτήματα της συγκυρίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το παντελώς αντίθετο: επαναπαύθηκε στις δάφνες του «πρώτη φορά Αριστερά», κινούμενος με χαλασμένη ιδεολογική πυξίδα. Για λίγο, δήθεν και με το ζόρι προς το Κέντρο, και εν τέλει πολύ περισσότερο και πιο δυναμικά προς αυτό που ονομάζεται «αντι-σύστημα». Στο τέλος βρέθηκε με ένα 20% στο χέρι και με έναν μήνα μπροστά του για μια πιθανή δεύτερη εφιαλτική κάλπη. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η απάντηση στην εποχή των μεγάλων μνημονιακών εκρήξεων και των επιπτώσεών τους στην ελληνική κοινωνία. Ο Αλέξης Τσίπρας, τότε νέος και για πολλούς φέρελπις και λαμπερός πολιτικός, καβάλησε καλύτερα από κάθε άλλον το μεγάλο αντιμνημονιακό κύμα. Εκμεταλλεύτηκε το κλίμα απαξίωσης που επικρατούσε κατά κόρον στην ατμόσφαιρα της χώρας, όχι απλώς έναντι του δικομματισμού Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, αλλά και συνολικά κατά της πολιτικής. Οπως φώναζε το σύνθημα του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το «νέο» που ήρθε να ανατρέψει το παλιό. Στην εποχή της απονομιμοποίησης της Μεταπολίτευσης, το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς εμφανίστηκε αφενός ως ο προστάτης αυτών που επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική απαξία που εκκίνησε το 2010, αφετέρου ως ο τιμωρός των διεφθαρμένων πολιτικών που οδήγησαν την Ελλάδα ένα βήμα πριν από το χείλος της αβύσσου. Μοιάζει πια σαν ειρωνεία, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα: Φαίνεται ότι όποιος κι αν ήταν στη θέση του Τσίπρα και όποιο κι αν ήταν το κόμμα στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πρόεδρός του δεν ανέβηκαν στην εξουσία επειδή πρέσβευαν κάτι το ιδιαίτερο. Ανέβηκαν στην εξουσία εξαιτίας της κρίσης. Συνήθιζαν τελευταία να λένε στον ΣΥΡΙΖΑ ότι θα κυβερνήσουν χωρίς τα βάρη των μνημονίων που τους τραβούσαν πίσω την τετραετία 2015-19. Προς ποια κατεύθυνση, όμως, με ποιες προτεραιότητες και με ποια πολιτική ατζέντα; Δεν μάθαμε ποτέ. Κι αυτό διότι από την ημέρα που ανέβηκε ο Μητσοτάκης στην πρωθυπουργία, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδόθηκε απλώς και μόνο στο αγαπημένο του σπορ: να επιτίθεται, να λοιδωρεί, να εμφανίζει την Ελλάδα ως μια χώρα έρμαιο της κλεπτοκρατίας, της ολιγαρχίας και, φυσικά, της οικογενειοκρατίας. Προφανώς δεν είναι όλα ξαφνικά στη χώρα καλώς καμωμένα. Ούτε, όμως, είναι όλα μαύρα, όπως προπαγάνδιζε τέσσερα χρόνια η αξιωματική αντιπολίτευση. Χωρίς, μάλιστα, συγκεκριμένη αντιπρόταση. Διότι αν, για παράδειγμα, η απάντηση στην ενεργειακή κρίση είναι η κρατικοποίηση της ΔΕΗ ή ο τρόπος να μειώσεις τον πληθωρισμό είναι η οριζόντια μείωση του ΦΠΑ, τότε κάποιο σοβαρό πρόβλημα έχει ο προγραμματικός σου λόγος. Ολα αυτά τα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ στόχευε στο θυμικό των πολιτών. Επιχειρούσε να ιδεολογικοποιήσει κάθε πολιτική αντιπαράθεση, αγνοώντας όμως δύο βασικές παραδοχές. Πρώτον, ότι πέραν του στενού πυρήνα του δικού του ακροατηρίου, η εργαλειοποίηση της ιδεολογίας ως αυτοσκοπός δεν απασχολεί την ελληνική κοινωνία. Δεύτερον, ότι οι ανάγκες και τα πολιτικά κριτήρια των ελλήνων πολιτών δεν είναι τα ίδια με εκείνα του 2015. Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε προσκολλημένος στην πετυχημένη συνταγή του αντιμνημονιακού παρελθόντος του: τάζοντας πολλά σε πολλούς και αποδίδοντας τις ευθύνες για όλα τα δεινά στους πολιτικούς του αντιπάλους. Το αφήγημα αυτό δεν πέρασε καν στα Τέμπη, όπου κατά τεκμήριο η κυβέρνηση μπορεί να είχε το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης, αλλά όπως και αν το δει κανείς, δεν φταίει ο Μητσοτάκης για τη μεταπολιτευτική κακοδαιμονία της Ελλάδας. Βαρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει δική του πλειοψηφική ταυτότητα. Πήγε με την πεπατημένη της απομίμησης του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα της δεκαετίας του ’80. Μόνο που το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας δεν ήταν απλώς το πρωτότυπο, αλλά ήταν αυτοί που ικανοποίησαν τις πολυετείς ανάγκες μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο επί χρόνια παρέμενε στη σκιά του σκληρού μετεμφυλιακού κράτους. Αυτά έγιναν μία φορά. Δεν είναι δυνατόν να γίνουν ξανά εν μέσω της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Αλλά και πέρα από τη «Νέα Αλλαγή» και τις ευθείες πολιτικές και πολιτισμικές αναφορές στον κατά ΠΑΣΟΚ σοσιαλισμό και τον ηγέτη του, η αξιωματική αντιπολίτευση επένδυσε σε συνθήματα που παρέπεμπαν στην πολυτάραχη ελληνική πολιτική Ιστορία. Ο ανένδοτος αγώνας για την επαναφορά του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα ταίριαζε περισσότερο στην εποχή που η ελληνική κοινωνία περνούσε τη φάση μιας αργοπορημένης διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης. Αυτό, όμως, έγινε πριν από περίπου 60 χρόνια, δεν βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει ειδικά να απευθυνθεί στις νέες γενιές, τότε θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί ότι αυτές οι γενιές δεν ασχολούνται, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία τους, με την αναπλαισίωση παρελθοντικών ιδεολογικών σχημάτων με στόχο την προβολή τους στο σήμερα. Οι νέοι σήμερα έχουν άλλες προτεραιότητες – όλες κινούνται γύρω από την εύρεση καλοπληρωμένης εργασίας πέριξ του αντικειμένου στο οποίο οι γονείς τους επένδυσαν για να τους σπουδάσουν. Αλλά, περνώντας και στην ανάγνωση της πιο σύγχρονης πραγματικότητας, είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς τον Αλέξη Τσίπρα να λέει το 2014 ότι η Ευρώπη ριζοσπαστικοποιείται προς τα αριστερά, ενώ τελικά συνέβαινε το εντελώς αντίθετο. Η ταξικότητα στην οποία πόνταρε ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται, καλώς ή κακώς, ότι τοποθετείται σταδιακά στο περιθώριο των κοινωνικών διεργασιών. Η ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, αποκαλύφθηκε πιο εναργώς από κάθε άλλη φορά στην εμμονή του με την απλή αναλογική. Προκειμένου να ικανοποιήσει μια από τις «πάγιες» προτεραιότητες της Αριστεράς, αλλά και να αφήσει πίσω του ένα ριζοσπαστικό κληροδότημα, ο Τσίπρας έπεσε στην παγίδα που ο ίδιος έστησε. Δεν είναι τόσο η ίδια η απλή αναλογική, αλλά οι επιπτώσεις της στον προεκλογικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά από τη στιγμή που τα καταραμένα μαθηματικά δεν έβγαιναν. Από την κυβέρνηση (ανέφικτης) συνεργασίας, φτάσαμε σε αυτή των ηττημένων και από εκεί σε αυτή της ανοχής. Εν μέσω μιας ανατρεπτικής περιόδου γεμάτης από γεωπολιτικές ανακατατάξεις, οι ψηφοφόροι ζητούν σταθερότητα, όχι ριψοκίνδυνα κυβερνητικά πειράματα. Και έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε να μετρά σωρεία λαθών, τα οποία πολλαπλασιάζονταν καθώς η άτυπη προεκλογική περίοδος ήταν μακρύτερη από ποτέ. Και τώρα, έναν μήνα πριν στηθούν ξανά οι κάλπες, η ηγεσία προσπαθεί να στήσει ένα νέο αφήγημα. Δεν γίνονται, όμως, έτσι αυτά τα πράγματα. Είναι ξεκάθαρο ότι μετά το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου η ιδεολογική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ αποσυντίθεται – και μάλιστα με ρυθμό ραγδαίο. Οταν, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εμφανίστηκε το ΕΑΜ, κυκλοφόρησε η διακήρυξη του Μετώπου, γραμμένη δια χειρός Δημητρίου Γλυνού. Μια που στον ΣΥΡΙΖΑ τους αρέσει να παραλληλίζονται με την εποχή εκείνη, το ερώτημα ανασκευάζεται ως εξής: Τελικά «τι είναι και τι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ»; Αν δεν δοθούν γρήγορα και ευκρινώς οι απαντήσεις, τότε ενδεχομένως τα χειρότερα να μην έχουν έρθει ακόμα.
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος
Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.