«Στις 16 Απριλίου το πρωί ο γιατρός Μπερνάρ Ριέ, καθώς έβγαινε από το σπίτι, σκόνταψε πάνω σε ένα ψόφιο
ποντίκι στην μέση του πλατύσκαλου». Ο γιατρός Ριέ, αφού συνειδητοποίησε ότι η ύπαρξη αυτού του νεκρού τρωκτικού ήταν μάλλον παράξενη και προοικονομούσε δεινά, ανέφερε αμέσως το γεγονός στον θυρωρό. Ο τελευταίος, ονόματι Μισέλ, επέμεινε ότι επρόκειτο για φάρσα. Διαβεβαίωνε με κάποια έπαρση ότι δεν υπάρχουν ποντίκια στο κτήριο!
Ίσως, να είναι αυτή η τάση των ηρώων του Καμύ να εθελοτυφλούν απέναντι στις πρώτες ενδείξεις μιας πανδημίας, αυτό που επανάφερε την «Πανούκλα» στο προσκήνιο, αυξάνοντας τις πωλήσεις του βιβλίου στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από τον κορονοϊό. Ίσως από την άλλη στις κρίσιμες στιγμές, όπου τα πάντα αμφισβητούνται οι άνθρωποι να αναζητούν απαντήσεις. Έτσι, καταλήγουν να καταβροχθίζουν την γνώση που η ευρετηρίαση του εγκεφάλου τους παρουσιάζει ως σχετική με τα ζητήματα που ανακύπτουν.
Η «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ είναι ένα σαφώς αλληγορικό βιβλίο. Με σημείο εκκίνησης τον μαύρο θάνατο – όπως ονομάστηκε η πανούκλα που αποδεκάτισε την μεσαιωνική Ευρώπη- ο Καμύ επανατοποθετεί το πιόνι της πανώλης σε μια πόλη της Αλγερίας, το 1940. Η συγγραφή του έργου συμπίπτει με την άνοδο του ναζισμού και ο Καμύ επιχειρεί μέσω εύστοχων συμβολισμών να σχολιάσει τα απολυταρχικά καθεστώτα. Ο ίδιος, μάλιστα, αναφέρει ότι το έργο αυτό ομοιάζει με « μία λίμνη μετά από κατακλυσμό».
Τα ποντίκια πληθαίνουν στο Οράν, ενώ παράλληλα κάνουν την εμφάνιση τους τα πρώτα κρούσματα της πανώλης. Η πολιτεία εξαναγκάζεται να ακολουθήσει αυστηρά μέτρα, μόνο όταν παρατηρηθεί ότι ο αριθμός των θυμάτων ακολουθεί πια γεωμετρική πρόοδο. Οι μετακινήσεις διακόπτονται και η  μικρή πόλη βρίσκεται πια σε καραντίνα (μία λέξη που σήμερα επαναλαμβάνουμε με μανία σαν κάποιου είδους αποτροπιαστική τελετή που θα εξορκίσει το κακό). Οι ήρωες του Καμύ εκδηλώνουν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο τον φόβο τους απέναντι στον επικείμενο θάνατο. Ωστόσο, όλοι συνυφαίνουν αρμονικά το νήμα του παραλόγου∙ συνεχίζουν να ζουν, να αγαπούν, να επενδύουν σε άλλους ανθρώπους παρά την ματαιότητα της ίδιας τους της ύπαρξης.
Παρά τον αλληγορικό του χαρακτήρα, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η κατάσταση που περιγράφεται φέρει ομοιότητες με την σημερινή. Στο έργο του Καμύ θα συναντήσουμε απελπισμένους με επαναστατικό φρόνημα που θα προσπαθήσουν να πάνε κόντρα στο νόμο, ιεροκήρυκες που διαλαλούν ότι η θεία τιμωρία πήρε την μορφή της πανδημίας, αφοσιωμένους ιδεολόγους που παλεύουν να νικήσουν τον θάνατο και κάποιους εναπομείναντες ρομαντικούς που παραπέμπουν σε άλλο λογοτεχνικό έργο (βλ. «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας»).
Ανασκοπώντας το έργο, μπορεί κανείς να εντοπίσει ενδιαφέροντα «μηνύματα» που αφενός δικαιολογούν τις αυξημένες πωλήσεις του βιβλίου τον τελευταίο καιρό και αφετέρου είναι μία σανίδα σωτηρίας τόσο αναφορικά με την αλληγορική του υπόσταση (πολιτικά αδιέξοδα) όσο και για την αυτοαναφορική, αυτή της πανδημίας.
Εν πολλοίς, διαβάζοντας την «Πανούκλα» μπορεί κάποιος να δει ότι ανεξαρτήτως πλαισίου, χρόνου και  επιστημονικής προόδου πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν αφανείς και φανεροί ήρωες( όπως ο γιατρός Ριέ ή ο Ταρού, που οργανώνει τους εθελοντές) που θα παλεύουν ενάντια στην εξάπλωση κάθε συμβολικής και πραγματιστικής πανδημίας. Επιπλέον, ως ίδιον της φιλοσοφίας του Καμύ είναι έντονη μέσα στο έργο η αντίφαση ανάμεσα στην ματαιότητα της ύπαρξης και την συνέχιση της ζωής.
Αντιστρέφοντας τον προβληματισμό μπορούμε ενδεχομένως να επανεξετάσουμε τις προτεραιότητες της καθημερινής μας ρουτίνας και να αντιταχθούμε απέναντι στη πεπερασμένη θέση που κατέχουμε ως είδος, αξιοποιώντας καλύτερα κάθε δευτερόλεπτο που μας ανήκει.  Τέλος, το μήνυμα που κλείνει το βιβλίο αυτό είναι τόσο αισιόδοξο όσο και «απέλπιδο». Τα ποντίκια εξαφανίστηκαν. Η πανούκλα περιορίστηκε. Όμως τίποτα δεν είναι οριστικό. Η συνεχής επαγρύπνηση είναι η μόνη προστασία που διαθέτουμε απέναντι στις πανδημίες. Είτε αυτό αφορά ολοκληρωτικά καθεστώτα είτε θανατηφόρους ιούς…
Το βιβλίο τελειώνει ως εξής:
«… Ο Ριέ αναλογιζόταν πως αυτή η χαρά δεν θα ήταν ποτέ σίγουρη. Γιατί ήξερε αυτό που αγνοούσε το χαρούμενο πλήθος[…] δηλαδή πως ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε εξαφανίζεται ποτέ, πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια κοιμισμένος μέσα στα έπιπλα και τα ρούχα[…] και πως ίσως θα ερχόταν μια μέρα που για την δυστυχία και την γνώση των ανθρώπων η πανούκλα θα ξυπνούσε τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να ψοφήσουν σε μία ευτυχισμένη πόλη»