Τα απογοητευτικά στοιχεία των τελευταίων
δημοσκοπήσεων για τον ΣΥΡΙΖΑ, πέντε μήνες μετά τις εκλογές, δείχνουν αν μην τι άλλο πως το κόμμα αναζητά ακόμα το δρόμο του μην έχουντας ξεκάθαρη αντιπολιτευτική στρατηγική.
Παρ' όλα αυτά, η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να «ξυπνήσει» το κόμμα του, με περιοδείες, «σκληρό ροκ» και με ερωτήσεις στη Βουλή για τη Δικαιοσύνη ή για άλλες ρυθμίσεις που έφερε η κυβέρνηση στον Ποινικό Κώδικα, δείχνουν μια τάση.
Την τάση να αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ και να γίνει ξανά κόμμα… κινηματικό, ριζοσπαστικό, σκληρά αντιπολιτευτικό, ένα μαζικό κίνημα κατά της Δεξιάς.
Ομως, αυτή η προσπάθεια προσκρούει στην πρόσφατη διακυβέρνηση της χώρας και στα τραγικά λάθη που έγιναν.
Η πρόσφατη δημοσκόπηση της Pulse δείχνει ότι οι πολίτες δεν πιστεύουν τον Αλέξη Τσίπρα όσο κι αν σηκώνει το μπαϊράκι της επανάστασης κατά της κυβέρνησης.
Λίγοι θυμούνται πια πώς είχε ξεκινήσει η τάση των 53+. Ήταν την επαύριον των ευρωεκλογών του 2014, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάει καλά –όμως σίγουρα όχι θριαμβευτικά– και υπήρχαν πάρα πολλές γκρίνιες για ορισμένα «νέα ήθη» που είχαν καταγραφεί στην προεκλογική εκστρατεία και τα οποία προσωποποιούνταν στις επιλογές του Νίκου Παππά, τότε του στενότερου ίσως συνεργάτη του Αλέξη Τσίπρα.
Οι άνθρωποι που υπέγραφαν το κείμενο, 53 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, δεν προέρχονταν από την παραδοσιακή αριστερή αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή την Αριστερή Πλατφόρμα, που βασική συνιστώσα είχε το Αριστερό Ρεύμα με επικεφαλής τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Αντίθετα, οι 53 προέρχονταν από την «προεδρική» πλειοψηφία που είχε σχηματιστεί εντός του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα στο γενικό κλίμα συμπόρευσης που διαμόρφωνε η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας, το ρήγμα δεν βάθυνε πολύ.
Όμως, τα πράγματα έγιναν ξανά οξυμμένα το καλοκαίρι του 2015. Κανονικά θα περίμενε κανείς ότι οι 53 ως τρόπον τινά αριστερή τάση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ θα τάσσονταν κατά της συνθηκολόγησης και θα συμπαρατάσσονταν με την Αριστερή Πλατφόρμα κατά του Αλέξη Τσίπρα.
Όμως, τελικά ήταν στο εσωτερικό των 53 που θα γίνει το ρήγμα και παρά ορισμένες ηχηρές αποχωρήσεις στελεχών της τάσης (ανάμεσά τους και του γραμματέα του κόμματος Τάσου Κορωνάκη) ένας σημαντικός αριθμός στελεχών όχι μόνο θα παραμείνουν στην κυβέρνηση αλλά και θα πρωταγωνιστήσουν στο κυβερνητικό έργο.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που ήταν ταυτόχρονα ο εκπρόσωπος της βασικής αριστερής αντιπολίτευσης μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και ο βασικός υπουργός που εξασφάλισε την πλήρη εφαρμογή ενός ιδιαίτερα σκληρού και στον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου μνημονίου.
Ένα από τα πράγματα, όμως, στα οποία αυτή η τάση παρέμεινε συνεπής ήταν η αντίληψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπρεπε να «πασοκοποιηθεί».Αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με γενικές ιδεολογικές αναφορές αλλά και με πιο συγκεκριμένες πρακτικές επιδιώξεις.
Μέσα σε όλη αυτή τη συζήτηση έχουν αναδειχθεί δύο αντιλήψεις για τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία και το πώς πρέπει να διαμορφωθεί από εδώ και πέρα και σε σχέση με την αντιπολιτευτική τακτική.
Η μία αντίληψη είναι αυτή που δείχνουν να προκρίνουν και τα στελέχη των 53+ σύμφωνα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε από το 4% στη διακυβέρνηση ακριβώς επειδή ήταν ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα, που δεν έμοιαζε με το υπάρχον πολιτικό σκηνικό και κατά συνέπεια με ανάλογο τρόπο πρέπει και τώρα να δοκιμάσουν να κινηθούν, με άνοιγμα στα κινήματα και προσπάθεια για μαχητική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η άλλη αντίληψη είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να κυβερνήσει επειδή ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ μετακινήθηκε εκλογικά προς το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα και για να διατηρηθεί αυτή η σχέση εκπροσώπησης, που επιβεβαιώθηκε και με το 31,5% των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου, πρέπει το κόμμα να προσαρμοστεί στο εκλογικό του ακροατήριο, προσαρμόζοντας ταυτόχρονα και την πολιτική του ρητορική σε αυτή μιας σύγχρονης δυνάμει κυβερνητικής «προοδευτικής παράταξης».
Στη μία περίπτωση έχουμε ένα κλασικό αριστερό κόμμα, με ενεργό συμμετοχή και πλήθος διαδικασίες, στην άλλη ένα κόμμα χωρίς πολλές διαδικασίες στη βάση πέραν της ανάδειξης της ηγεσίας.
Τα διλήμματα αυτά αποτυπώνονται και στην ίδια την τοποθέτηση των 53+ ενόψει του συνεδρίου όπου ανάμεσα στα άλλα θέτουν τα εξής ερωτήματα:
«Θα παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς ή θα μετασχηματιστεί σε μια θολή παράταξη του λεγόμενου προοδευτικού/δημοκρατικού χώρου; Θα διατηρήσει την ταυτότητά του, τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά ή ο “νέος” ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάζεται ταυτότητα, ούτε αξίες, ούτε ιδεολογία, κάτι σαν σούπερ-μάρκετ, που διαθέτει τα πάντα αλλά στην πραγματικότητα τα ασήμαντα, τα εφήμερα, της μόδας;
Θα ενισχυθεί ο ρόλος του μέλους στη συζήτηση και λήψη των αποφάσεων ή το “νέο” μοντέλο παραπέμπει στη λογική του μέλους-εκλέκτορα; Θα ενισχυθούν οι δημοκρατικές-συλλογικές διαδικασίες σε βάρος των προσωπικών στρατηγικών;
Θα εντάξουμε το πυρήνα της λογικής και του προγράμματός μας το καινούργιο και ρηξικέλευθο που έφερε η οικολογία στην επιστημονική και πολιτική σκέψη και ιδίως στον σχεδιασμό της ανάπτυξης, ή η οικολογική οπτική θα μείνει για ‘μας πινελιά επικοινωνιακού χαρακτήρα χωρίς περιεχόμενο; Θα επανεξετάσουμε με αυτοκριτικό βλέμμα επιλογές μας σε σχέση με τις εξορύξεις, τις Σκουριές, τις βιντσότρατες, την καύση των απορριμμάτων;»
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια τοποθέτηση που παραμένει στην πραγματικότητα εσωστρεφής και προσανατολισμένη όχι στα ερωτήματα της κοινωνίας, ιδίως του σημαντικού τμήματος που επέμεινε να στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε στη διαμόρφωση ενός πολιτικού σχεδίου για μια αριστερή εναλλακτική στην τρέχουσα εκδοχή κυβερνητικού έργου, αλλά κατά βάση στη διάσωση ενός εσωκομματικού συσχετισμού.
Όμως, αυτό όχι μόνο δεν απαντά στην αμηχανία που ούτως ή άλλως διαπερνά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά μάλλον την επιτείνεwww.lykavitos.gr
δημοσκοπήσεων για τον ΣΥΡΙΖΑ, πέντε μήνες μετά τις εκλογές, δείχνουν αν μην τι άλλο πως το κόμμα αναζητά ακόμα το δρόμο του μην έχουντας ξεκάθαρη αντιπολιτευτική στρατηγική.
Παρ' όλα αυτά, η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να «ξυπνήσει» το κόμμα του, με περιοδείες, «σκληρό ροκ» και με ερωτήσεις στη Βουλή για τη Δικαιοσύνη ή για άλλες ρυθμίσεις που έφερε η κυβέρνηση στον Ποινικό Κώδικα, δείχνουν μια τάση.
Ομως, αυτή η προσπάθεια προσκρούει στην πρόσφατη διακυβέρνηση της χώρας και στα τραγικά λάθη που έγιναν.
Η πρόσφατη δημοσκόπηση της Pulse δείχνει ότι οι πολίτες δεν πιστεύουν τον Αλέξη Τσίπρα όσο κι αν σηκώνει το μπαϊράκι της επανάστασης κατά της κυβέρνησης.
Λίγοι θυμούνται πια πώς είχε ξεκινήσει η τάση των 53+. Ήταν την επαύριον των ευρωεκλογών του 2014, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάει καλά –όμως σίγουρα όχι θριαμβευτικά– και υπήρχαν πάρα πολλές γκρίνιες για ορισμένα «νέα ήθη» που είχαν καταγραφεί στην προεκλογική εκστρατεία και τα οποία προσωποποιούνταν στις επιλογές του Νίκου Παππά, τότε του στενότερου ίσως συνεργάτη του Αλέξη Τσίπρα.
Οι άνθρωποι που υπέγραφαν το κείμενο, 53 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, δεν προέρχονταν από την παραδοσιακή αριστερή αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή την Αριστερή Πλατφόρμα, που βασική συνιστώσα είχε το Αριστερό Ρεύμα με επικεφαλής τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Αντίθετα, οι 53 προέρχονταν από την «προεδρική» πλειοψηφία που είχε σχηματιστεί εντός του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα στο γενικό κλίμα συμπόρευσης που διαμόρφωνε η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας, το ρήγμα δεν βάθυνε πολύ.
Όμως, τα πράγματα έγιναν ξανά οξυμμένα το καλοκαίρι του 2015. Κανονικά θα περίμενε κανείς ότι οι 53 ως τρόπον τινά αριστερή τάση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ θα τάσσονταν κατά της συνθηκολόγησης και θα συμπαρατάσσονταν με την Αριστερή Πλατφόρμα κατά του Αλέξη Τσίπρα.
Όμως, τελικά ήταν στο εσωτερικό των 53 που θα γίνει το ρήγμα και παρά ορισμένες ηχηρές αποχωρήσεις στελεχών της τάσης (ανάμεσά τους και του γραμματέα του κόμματος Τάσου Κορωνάκη) ένας σημαντικός αριθμός στελεχών όχι μόνο θα παραμείνουν στην κυβέρνηση αλλά και θα πρωταγωνιστήσουν στο κυβερνητικό έργο.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που ήταν ταυτόχρονα ο εκπρόσωπος της βασικής αριστερής αντιπολίτευσης μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και ο βασικός υπουργός που εξασφάλισε την πλήρη εφαρμογή ενός ιδιαίτερα σκληρού και στον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου μνημονίου.
Ένα από τα πράγματα, όμως, στα οποία αυτή η τάση παρέμεινε συνεπής ήταν η αντίληψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπρεπε να «πασοκοποιηθεί».Αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με γενικές ιδεολογικές αναφορές αλλά και με πιο συγκεκριμένες πρακτικές επιδιώξεις.
Μέσα σε όλη αυτή τη συζήτηση έχουν αναδειχθεί δύο αντιλήψεις για τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία και το πώς πρέπει να διαμορφωθεί από εδώ και πέρα και σε σχέση με την αντιπολιτευτική τακτική.
Η μία αντίληψη είναι αυτή που δείχνουν να προκρίνουν και τα στελέχη των 53+ σύμφωνα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε από το 4% στη διακυβέρνηση ακριβώς επειδή ήταν ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα, που δεν έμοιαζε με το υπάρχον πολιτικό σκηνικό και κατά συνέπεια με ανάλογο τρόπο πρέπει και τώρα να δοκιμάσουν να κινηθούν, με άνοιγμα στα κινήματα και προσπάθεια για μαχητική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η άλλη αντίληψη είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να κυβερνήσει επειδή ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ μετακινήθηκε εκλογικά προς το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα και για να διατηρηθεί αυτή η σχέση εκπροσώπησης, που επιβεβαιώθηκε και με το 31,5% των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου, πρέπει το κόμμα να προσαρμοστεί στο εκλογικό του ακροατήριο, προσαρμόζοντας ταυτόχρονα και την πολιτική του ρητορική σε αυτή μιας σύγχρονης δυνάμει κυβερνητικής «προοδευτικής παράταξης».
Στη μία περίπτωση έχουμε ένα κλασικό αριστερό κόμμα, με ενεργό συμμετοχή και πλήθος διαδικασίες, στην άλλη ένα κόμμα χωρίς πολλές διαδικασίες στη βάση πέραν της ανάδειξης της ηγεσίας.
Τα διλήμματα αυτά αποτυπώνονται και στην ίδια την τοποθέτηση των 53+ ενόψει του συνεδρίου όπου ανάμεσα στα άλλα θέτουν τα εξής ερωτήματα:
«Θα παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς ή θα μετασχηματιστεί σε μια θολή παράταξη του λεγόμενου προοδευτικού/δημοκρατικού χώρου; Θα διατηρήσει την ταυτότητά του, τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά ή ο “νέος” ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάζεται ταυτότητα, ούτε αξίες, ούτε ιδεολογία, κάτι σαν σούπερ-μάρκετ, που διαθέτει τα πάντα αλλά στην πραγματικότητα τα ασήμαντα, τα εφήμερα, της μόδας;
Θα ενισχυθεί ο ρόλος του μέλους στη συζήτηση και λήψη των αποφάσεων ή το “νέο” μοντέλο παραπέμπει στη λογική του μέλους-εκλέκτορα; Θα ενισχυθούν οι δημοκρατικές-συλλογικές διαδικασίες σε βάρος των προσωπικών στρατηγικών;
Θα εντάξουμε το πυρήνα της λογικής και του προγράμματός μας το καινούργιο και ρηξικέλευθο που έφερε η οικολογία στην επιστημονική και πολιτική σκέψη και ιδίως στον σχεδιασμό της ανάπτυξης, ή η οικολογική οπτική θα μείνει για ‘μας πινελιά επικοινωνιακού χαρακτήρα χωρίς περιεχόμενο; Θα επανεξετάσουμε με αυτοκριτικό βλέμμα επιλογές μας σε σχέση με τις εξορύξεις, τις Σκουριές, τις βιντσότρατες, την καύση των απορριμμάτων;»
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια τοποθέτηση που παραμένει στην πραγματικότητα εσωστρεφής και προσανατολισμένη όχι στα ερωτήματα της κοινωνίας, ιδίως του σημαντικού τμήματος που επέμεινε να στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε στη διαμόρφωση ενός πολιτικού σχεδίου για μια αριστερή εναλλακτική στην τρέχουσα εκδοχή κυβερνητικού έργου, αλλά κατά βάση στη διάσωση ενός εσωκομματικού συσχετισμού.
Όμως, αυτό όχι μόνο δεν απαντά στην αμηχανία που ούτως ή άλλως διαπερνά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά μάλλον την επιτείνεwww.lykavitos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.