Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Δήμος Εμμανουήλ Παππά : Όμηροι από το Νέο Σούλι Σερρών στην Βουλγαρία (1916-1918).

Οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας και μαζί και του χωριού
μας, τον Οκτώβριο του 1912, κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, απαλλάχτηκαν από τον Τούρκικο ζυγό, αλλά δυστυχώς αντί να δεχθούν ως ελευθερωτή τον Ελληνικό στρατό, δέχτηκαν το Βουλγαρικό, ο οποίος ήταν σύμμαχος τότε, ή μάλλον ψευδοσύμμαχος με τους Έλληνες.
Το Μάιο του 1913 άρχισαν να γίνονται αθρόες συλλήψεις των προκρίτων της πόλης των Σερρών και του χωριού μας και να καταζητούνται όλοι εκείνοι, όσοι εργάστηκαν για την Ελληνική ιδέα.
Όσοι βρίσκονταν, στέλνονταν δεμένοι με συνοδεία οπλισμένων στρατιωτών στις φυλακές των Σερρών.

Αργότερα, τον Ιούνιο του 1913, εξερράγη ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος.

Τα βουλγαρικά στρατεύματα νικήθηκαν και οι Βούλγαροι καθώς έφευγαν έκαιγαν, λεηλατούσαν και κατέστρεφαν καθετί το Ελληνικό.

Τότε το χωριό μας λίγο έλειψε να υποστεί την τύχη
της πόλης των Σερρών, που κάηκε ολόκληρη στις 28 Ιουνίου 1913,  αφού από τα  6.000 συνολικά σπίτια καταστράφηκαν τα 4.050 και 1.000 καταστήματα.

Οι συγχωριανοί μας σώθηκαν, γιατί με επικεφαλής τον ηρωικό  Αθανάσιο Κυριακόπουλο, πριν ακόμη έλθει ο Ελληνικός στρατός, κατέφυγαν στο γνωστό εκείνο τέχνασμα, να στήσουν δηλαδή σκηνές απέναντι στα υψώματα του Μπουζιάρου, τις οποίες μόλις τις είδαν από μακριά οι Βούλγαροι, νόμισαν ότι ήταν του  Ελληνικού στρατού και έτσι έφυγαν αμέσως.
          
Δυστυχώς, όμως, ξανάρχονται οι Βούλγαροι και πάλι με την ευκαιρία του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, για να ικανοποιήσουν τις κατακτητικές βλέψεις του Τσάρου τους στο βαλκανικό χώρο.

Σκοπός τους ήταν να  εκβουλγαρίσουν, να καταστρέψουν κάθε τι το ελληνικό, να ξεγυμνώσουν τις πόλεις και τα χωριά, και να εξοντώσουν τους κατοίκους.

Σύμφωνα με τα σχέδιά τους η Ανατολική Μακεδονία έπρεπε με κάθε τρόπο να κατακτηθεί και να αφελληνισθεί, γιατί, όταν θα κατόρθωναν να εξαπλώσουν το βουλγάρικό τους οδοστρωτήρα προς νότο, έχοντας δεξιά το Στρυμόνα και αριστερά το Νέστο, η Θράκη θα έπεφτε στα χέρια τους σαν ώριμο σύκο.

Για το λόγο αυτό φρόντισαν το 1913, το 1916 και το 1941, με επιστημονικό σύστημα να εξοντώσουν και να εκβουλγαρίσουν αυτό το Ελληνικό τμήμα (Στρυμόνα-Νέστου) με κάθε σκληρό και ανάλγητο μέσο.
Στην εκτέλεση αυτού του σχεδίου αποδείχθηκε ότι οφείλονται οι σφαγές που    έγιναν το 1913 στο Σιδηρόκαστρο, στο Δοξάτο και το κάψιμο της πόλης των Σερρών, και το 1916 η σκόπιμη και συστηματική φρικτή πείνα του ερμητικά αποκλεισμένου Ελληνισμού της Ανατ. Μακεδονίας, με πρόσθετο έγκλημα τους ομαδικούς θανάτους βρεφών και παιδιών.


Στο ίδιο σχέδιο οφείλονται οι βαριές αγγαρείες, οι βασανισμοί, οι δαρμοί και οι αγχόνες και τέλος η εξοντωτική ομηρία του 1916-1918,
 “για να καθαρίσει ο τόπος από αυτούς τους φανατικούς και ενοχλητικούς Έλληνες”, 
όπως έλεγαν.  Με αναίσχυντο τρόπο και τα Βουλγαρικά φύλλα έγραφαν τότε :
 “Θέλουμε τη Μακεδονία άδεια από κατοίκους”.

Για να ξεγυμνώσουν το χωριό μας ιδού τι έκαναν.

Μαζεύουν όλους τους χωρικούς μια Δευτέρα βράδυ, στις 3 Οκτωβρίου 1916, και τους λένε ότι δήθεν πήραν διαταγή από το Υπουργείο τους στη Σόφια να αδειάσουν το Ν. Σούλι (τότε Σουμπάσκιοϊ) και να απομακρυνθούν οι κάτοικοι όλοι από τα σπίτια τους, γιατί επρόκειτο να γίνει μέσα στο χωριό μάχη.
Οι χωρικοί τρομαγμένοι άκουσαν τη διαταγή αυτή και δεν ήξεραν τι να κάνουν.

Και επειδή περνούσε η ώρα και οι κάτοικοι δεν έλεγαν να φύγουν, τότε όρμησε τη νύχτα ο βουλγαρικός στρατός και με τη βία ανάγκασε όλους τους κατοίκους να βγουν και να φύγουν από το χωριό. Τη νύχτα εκείνη δεν ακούγονταν τίποτα άλλο παρά θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός.
Πολλές μάνες έχασαν τα παιδιά τους και πολλά παιδιά τις μάνες τους.
Τα υπάρχοντά τους όλα και τα χρήματά τους τα άφησαν μέσα στα σπίτια τους………..


Στην Ελλάδα η διαμάχη μεταξύ του Βασιλιά Κων/νου και του Βενιζέλου έφθανε κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη του 1916 στο αποκορύφωμα. Ο ένας υποστήριζε να τηρήσει η Ελλάδα ευμενή ουδετερότητα υπέρ της Αντάντ, ο άλλος ήθελε με κάθε τρόπο να βγει η Ελλάδα άνευ όρων στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ. Τότε είναι που ο Βενιζέλος σχηματίζει στη Θεσ/νίκη την “Προσωρινή Κυβέρνηση”.
Τελικά η Αντάντ πέτυχε την εκθρόνιση του βασιλιά Κων/νου και την προέκταση της κυριαρχίας της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσ/νίκης σ’ ολόκληρη τη λοιπή Ελλάδα τον Ιούνιο του 1917. Ακριβώς τότε, με την ένταξη της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ και επομένως και της κήρυξης του πολέμου εναντίον της Βουλγαρίας, βρήκαν πρόφαση οι Βούλγαροι και έστειλαν στην ομηρία 70.000 Έλληνες της Ανατολικής  Μακεδονίας “ως πολίτες εχθρικού κράτους”.

            Ήταν 23 Ιουνίου του 1917, ημέρα Παρασκευή, που οι Βούλγαροι κατά το Βασιλικό τους Διάταγμα έστειλαν όλους τους άνδρες του χωριού μας ως ομήρους στη Βουλγαρία. Το ίδιο μέτρο εφάρμοσαν και στις Σέρρες και σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας……….

Και πραγματικά από τους 70.000 Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας, που εκτοπίσθηκαν κατά τα έτη 1916-1917 από τους Βουλγάρους μόνο 12.000 έμειναν στη ζωή.

 Συγκεκριμένα από το χωριό μας, από τους 350 που έφυγαν τότε, οι 170 πέθαναν στη Βουλγαρία (131 ντόπιοι και 39 ξένοι υπάλληλοι που εργάζονταν τότε στο χωριό).
Όλους αυτούς οι Βούλγαροι ομαδικά τους είχαν εκτοπίσει στη βορινή, παγωμένη και αφιλόξενη Βουλγαρία.
Αυτοί οι ίδιοι οι όμηροι διηγούνται, αυτοί εκθέτουν, αυτοί μόνοι τους εξιστορούν τα μαρτύριά τους, τα οποία έχουν τραβήξει στην εξορία.
Ιδού με ποιες λέξεις περιγράφει τα δεινοπαθήματα όλων των Μακεδόνων στη Βουλγαρία ο προαναφερθείς συμπατριώτης μας Γραμμένος Βασίλειος, ένας από τους παθόντες και αυτόπτης μάρτυρας :

“Πατέρες και παιδιά, άνδρες γενναίοι και παλικαράδες, οι οποίοι απέθαναν από την πείνα, από το ξύλο, από τη δυστυχία, από το ψύχος, από την ψείρα και λέρα, άδικα απέθαναν οι καημένοι.
Δεν ζει άνθρωπος με 100 δράμια ψωμί.
Και το φαγητό ήταν ένα κεφάλι βοδινό, για να φάνε εξακόσιοι (600) άνθρωποι.
Και κάθε μέρα κασμά και φτιάρι, και να φωνάζουν όλοι από μικρό έως το μεγάλο : “Κτυπάτε τους κερατάδες τους Γραικούς”. “Απέθαναν οι καημένοι όλοι όσοι προσπαθούσαν να τραφούν από τις χελώνες και βατράχους και ακανθόχοιρους. Έφαγαν και ψοφίμια πολλά, που οι χωρικοί τα έριχναν στις κοπριές, ορνίθια, και βόδια και γουρούνια και ό,τι άλλο έβρισκαν μέσα στις κοπριές, κι όλα αυτά για να γλιτώσουν τη ζωή τους.
Όλοι οι Μακεδόνες, όπου εργαζόμασταν μαζί ήμασταν 1048, και τώρα μείναμε το τέταρτο ή το ήμισυ του τετάρτου.
Αλλά και αυτοί που μείνανε δεν είναι γεροί.
Άλλος έκοψαν το πόδι του και άλλος έχασε το λογικό του, άλλος έχει ρευματισμούς”.

Ο Νατάλης Πέτροβιτς, Σερραίος πατριώτης, περιγράφοντας τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, γράφει:

Βάσις όλων των ομήρων ήταν το στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Σιούμλας. 

( Σημ. Yauna: Η Σιούμλα, Shiumla ή Shumla βρισκόταν δυτικά της Βάρνας,Στρατόπεδο Σιούμλας.)

Από εκεί έστελναν διάφορες αποστολές, όπου η στρατιωτική διοίκηση είχε ανάγκη για έργα στρατιωτικά ή αγροτικά. Οι πιο άτυχοι ήταν εκείνοι που τους κατέγραψαν και τους έστειλαν:


 
1. Στο ΚΑΡΝΑΜΠΑΤ( Σημ.Yauna Karnobat (Bulgarian: Карнобат). ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ.

Εκεί τους έβαζαν σε βαριές δασικές δουλειές, να κόβουν δέντρα στα δάση, να πριονίζουν κορμούς, να τεμαχίζουν τους κορμούς με τα τσεκούρια, μέσα στον άγριο χειμώνα, μέσα στο χιόνι και στους πάγους, χωρίς επαρκή τροφή, σε πρόχειρη στέγαση και χωρίς φάρμακα και ιατρική περίθαλψη.
Σ’ αυτή την αποστολή η αναλογία των θανάτων ήταν μεγάλη.

2. Στο ΓΚΟΣΤΙΒΑΡ (Σημ.Yauna Gostivar Bulgarian:Гостивар, αλβανικά : Gostivari). FYROM

Σε μια άγρια και ακατοίκητη περιοχή κοντά στην Αχρίδα για στρατιωτικές ανάγκες οι Βούλγαροι έβαλαν τους ομήρους  να στρώσουν σιδηροδρομική γραμμή μήκους 130 χιλιομ. στην καρδιά του χειμώνα του 1917.
Κάτω από προσταγές, κραυγές και βούρδουλα κατά χιλιάδες οι συμπατριώτες μας έπιαναν τον κασμά με παγωμένα χέρια, μετέφεραν και έστρωναν τις τραβέρσες και τις ράγες της γραμμής αυτής. Από κρυοπαγήματα, υποσιτισμό και δαρμούς πέθαναν οι περισσότεροι.

Τόσοι πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα, ώστε άνοιγαν ομαδικούς τάφους για κάθε 300 νεκρούς και αφού τους ράντιζαν με ασβέστη τους σκέπαζαν με χώμα.

3. Στο ΚΙΤΣΕΒΟ (Σημ.Yauna Kičevo (Bulgarian: Кичево, Albanian: Kërçovë or Kërçova)FYROM.

 Δυστυχώς από τους Σερραίους που εργάστηκαν στο Κίτσεβο- τη μεγάλη αυτή καταβόθρα του Άδη- λίγοι κατόρθωσαν και  επέστρεψαν ζωντανοί, γιατί ο βούλγαρος φρουρός για το παραμικρό χτύπαγε αλύπητα με τη διπλή φαρδιά πέτσινη ζώνη με μετάλλινο τοκά και δεν του έμελλε πού θα εύρισκε: στη ράχη, στο κούτελο, στο πρόσωπο, και δος του αίματα να τρέχουν, χωρίς να έχεις και τίποτε να τα σταματήσεις. Ούτε μαντήλι, ούτε πανί, ούτε βαμβάκι. Πάγωνε το αίμα πάνω στο τραύμα και όταν έπιανε κρούστα σταματούσε. Αυτά ήταν τα ελαφρότερα χτυπήματα, γιατί χτύπαγαν συχνά με τον υποκόπανο και άφηναν πολλούς στον τόπο. Μέσα σ’ αυτή τη ζάλη ποθούσες να έρθει ο θάνατος σαν σωτηρία, σαν λυτρωτής ...”


         Η ομηρία τους διήρκεσε 16 ολόκληρους μήνες
 και για μερικούς 17.

Μόλις τον Οκτώβριο του 1918 άρχισαν, όσοι επέζησαν, να επανέρχονται στην πατρίδα τους. Αλλά σε ποια κατάσταση! Σκελετοί κατάξεροι, κατακίτρινοι, καταξεσχισμένοι, καταψειριασμένοι εντελώς, αγνώριστοι στους δικούς τους.
Όλοι ρωτούσαν να μάθουν για τους δικούς τους από αυτούς που κατέφθαναν. Πολλές οικογένειες περίμεναν τους προστάτες τους να γυρίσουν από την ομηρία, με μια διαρκή ελπίδα που δεν έσβηνε, αφού και τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο και το Μάρτιο, και μέχρι και το Πάσχα του 1919, επέστρεφαν ακόμα από την ομηρία άτομα μεμονωμένα με σημαντική καθυστέρηση….




 Απόσπασμα από το άρθρο του κ. Μεσάικου Δημητρίου
Φιλόλογου Καθηγητή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.