Παρά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι
στρατηγικοί
στόχοι των ΗΠΑ παραμένουν αναλλοίωτοι: ανάδειξη των ΗΠΑ ως μοναδικής υπερδύναμης, πρόληψη για τη μη εμφάνιση ανταγωνιστή που θα αμφισβητούσε την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, έλεγχος της Ευρασίας διά του διευρυμένου ελέγχου των παρυφών της, συνεχιζόμενη ανάσχεση της Ρωσίας, δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε ενεργειακούς πόρους.
Γράφει ο Παύλος Χρήστου
Οι στρατηγικές αυτές έχουν περιγραφεί κατ’ επανάληψη και ανεξαρτήτως
των πολιτικών ηγεσιών των ΗΠΑ από μια σειρά στελεχών του αμερικανικού
κατεστημένου, αλλά και μέσα από επίσημες κρατικές πηγές. Από το 2008, με
το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζει
για πρώτη φορά σε τόσο εκτεταμένη κλίμακα, προβλήματα λειτουργίας και
μελλοντικών προοπτικών.
Κατά το ΝΑΤΟ την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα και ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του υπαρκτού Σοσιαλισμού, εμφανίζονται μεγάλες αλλαγές στη διάταξη των κρατών και στις ισορροπίες στην Ευρώπη.
Πρώτον, η αύξηση του αριθμού των ευρωπαϊκών κρατών ως αποτέλεσμα της διάλυσης της ΕΣΣΔ, της Γιουγκοσλαβίας και της Τσεχοσλοβακίας διαμόρφωσε μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.
Δεύτερον, τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης έχουν μετατοπιστεί,
προσεγγίζοντας τη Ρωσία, ως αποτέλεσμα της τελευταίας διεύρυνσης της
ΕΕ, και θα μετατοπιστούν ανατολικότερα αν και η Ουκρανία ενσωματωθεί
στους δυτικούς θεσμούς.
Τρίτον, το γεωσύστημα του Καυκάσου αποκτά μια διαφορετική δυναμική.
Τέταρτον, ανεξαρτήτως των όποιων εξελίξεων στο Ιράκ και της σχέσης της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ με αυτές, το νέο ανατολικό όριο της Ευρώπης έχει ήδη μετατεθεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε γενικές γραμμές θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η βασική στρατηγική των ΗΠΑ -ενσωματωμένη στην αντίστοιχη του ΝΑΤΟ- για τον έλεγχο της Ρωσίας εξακολουθεί να είναι βασισμένη περισσότερο στη ναυτική ισχύ παρά στη χερσαία.
Τα καινούργια στοιχεία του νέου στρατηγικού δόγματος δεν αφορούν κύρια την «αρχιτεκτονική της συμμαχίας» και την εσωτερική και εξωτερική προσαρμογή της (αν και θα προκύψουν αλλαγές τόσο στη Δομή Διοίκησης και Δυνάμεων όσο και προς τον τρόπο και μέθοδο της εξωτερικής του προσαρμογής), αλλά την αλλαγή της κατεύθυνσης και το μετασχηματισμό της από ένα διακυβερνητικό στρατιωτικό σύμφωνο σε ένα μεταμοντέρνο οργανισμό ασφάλειας και άμυνας με διακριτά πολιτικά χαρακτηριστικά.
Η αναγκαιότητα αυτή προέκυψε:
Από την πιστοποιημένη αποτυχία της συμμαχίας και ανεπάρκειά της να λειτουργήσει ως καθαρό στρατιωτικό όργανο
Από την αλλαγή της αμερικανικής εθνικής στρατηγικής
Από την αλλαγή της στάσης των ευρωπαίων συμμάχων στα θέματα της συνεχούς στρατιωτικής ετοιμότητας (δραστηριότητα υψηλού κόστους) και πιθανής πολιτικοστρατιωτικής κινητοποίησης (δραστηριότητα μη συμβατή πλέον με τις ευρωπαϊκές κοινωνικές αντιλήψεις)
Από την ανυπαρξία πραγματικής άμεσης απειλής για τη δυτική ασφάλεια
Από την απροθυμία των Ευρωπαίων συμμάχων να αποδεχθούν επί μακρόν μια ισχυρή αμερικανική στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη
Από τη μετατόπιση του στρατηγικού κέντρου βάρους του παγκοσμίου συστήματος σε νέες περιοχές
Το ΝΑΤΟ στρατηγικά επανέρχεται στην παλαιά αντίληψη της άμυνας της Κεντρικής Ευρώπης και Ευρασίας, αφήνοντας τις περιφέρειες (Βαλκάνια, Τουρκία, Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική κ.λ.π.) αποκλειστικά στην επιρροή και ευθύνη της Αμερικής. Αυτό γίνεται με υποχώρηση των Μεγάλων χωρών (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία) και με τη δημιουργία περιφερειακών αξόνων συνεργασίας.
Για την περιοχή Μεσόγειος-Βαλκάνια-Β. Αφρική-Μέση Ανατολή, ο άξονας συνεργασίας διαμορφώνεται από τη συνεργασία της Αμερικής με Ελλάδα, Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ. Ο έλεγχος της περιοχής αυτής θα γίνει όχι απλά με τη μη συμμετοχή της Τουρκίας, αλλά με την ολική υπερκέρασή της. Η αμερικανική πολιτική κατανόησε πλέον ότι:
Οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν μπορούν να συμβάλλουν όλοι μαζί στον έλεγχο της περιοχής
Οι μεσογειακές και βαλκανικές χώρες έχουν τον πρώτο λόγο στην άμυνα-ανάπτυξη στρατηγικών στη περιοχή
Το ΝΑΤΟ είναι ένας δυσκίνητος οργανισμός και είναι αναγκαίο οι πολυμερείς σχέσεις να αντικατασταθούν από διμερείς
Η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν για τα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή τους σημαντικότερους στρατηγικούς παίχτες-παράγοντες
Η Τουρκία λόγω ενδογενών προβλημάτων και άλλων είδους σχέσεων με χώρες της περιοχής δεν μπορεί να αποτελέσει σημαντικό στρατηγικό παράγοντα για τις περιοχές αυτές
Η περιοχή αυτή είναι μια ασύμμετρη περιοχή και μόνο οι χώρες που έχουν καλές παραδοσιακά σχέσεις με όλους μπορούν να δημιουργήσουν κατάλληλες συνθήκες ελέγχου και συνεργασίες
Η όποια πολεμική σύγκρουση στην περιοχή αυτή, μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνο ως ομοιογενοποιητική
Η στρατηγική τρωτότητα της περιοχής οφείλεται στην άνιση κατανομή ισχύος και απαιτεί ενέργειες αποκατάστασης της ισορροπίας ισχύος
Είναι φανερό ότι το ΝΑΤΟ, η Αμερική και η Ευρωπαϊκή Ένωση (εν ολίγοις η Δύση) επαναφέρουν στη στρατηγική τους την έννοια των ζωτικών χώρων. Οι ζωτικοί χώροι αυτοί είναι η Κεντρική Ευρώπη, η Ευρασία και η περιοχή της Μεσογείου-Βαλκανίων-Β. Αφρικής-Μέσης Ανατολής.
Οι αμερικανικές διαχρονικές προσπάθειες και πρωτοβουλίες, για τον ατλαντικό διαφωτισμό και τις κανονιστικές αξίες και λειτουργίες, όχι μόνο δεν δημιούργησαν κατάλληλες και ικανές συνθήκες μιας ομαλής συνεργασίας των μελών της συμμαχίας, αλλά (ιδιαίτερα μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου) παγίωσαν έναν κατακερματισμό της, που είναι φανερός τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Η αυξημένη αυτή συμμαχική ετερότητα καθιστά αδύνατη την ενοποίηση, αλλά ταυτόχρονα επαναφέρει τη δυνατότητα αυτοκρατορικής κανονιστικής δόμησης του ευρωατλαντικού χώρου. Αυτό θα δημιουργήσει στο μέλλον άνιση ανάπτυξη, διλήμματα ασφάλειας και ηγεμονικές συμπεριφορές. Η προσχώρηση της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει τη μορφή και τον χαρακτήρα της Ατλαντικής συμμαχίας.
Η Μεσόγειος είναι μια περιοχή με υψηλή γεωπολιτική αξία και συνεχώς βρίσκεται στο επίκεντρο των ιστορικών εξελίξεων. Ο ελληνισμός βρίσκεται σε ένα κρίσιμο χώρο της Μεσογείου, ανέπτυξε ιδιαίτερες δυνάμεις, κατόρθωσε να επιβιώσει και να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού της περιοχής .
Η Ελλάδα και η Κύπρος γεωγραφικά, αλλά και στρατηγικά, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ισορροπίας ισχύος της περιοχής της Μεσογείου και της Μ. Ανατολής. Υποχρεωτικά, στο μέλλον, μετά τις εξελίξεις που έλαβαν και λαμβάνουν χώρα στη περιοχή (Αίγυπτος, Λιβύη, Συρία, Τουρκία-Κούρδοι, Λίβανος, Ισραήλ-Παλαιστίνη, Ιράκ, Αφγανιστάν), η Ρωσία προσφεύγει σε εφαρμογή έμμεσης στρατηγικής στη Μεσόγειο. Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι θα «χαρίσει» τόσο εύκολα και χωρίς αντιδράσεις όλη την περιοχή στη Δύση. Η εφαρμογή της έμμεσης στρατηγικής ξεκίνησε ήδη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι ρίζες της έμμεσης στρατηγικής βρίσκονται σε μια από τις πρώτες θεωρίες που διατύπωσαν οι ασχολούμενοι με τη γεωστρατηγική: αυτή της «κεντρικής χώρας και των περιφερειακών εδαφών». Με τον όρο «κεντρική χώρα» εννοείται ο εκτεταμένος χώρος της Ευρασίας, ενώ με τα «περιφερειακά εδάφη» η Βρετανία, η Ιαπωνία και Β. Αφρική, περιοχές δηλαδή που ελέγχουν τις εξόδους της «κεντρικής χώρας» προς τους ωκεανούς ή αποτελούν βάσεις για την προσβολή της περιμέτρου της. Έτσι, τα κράτη της «κεντρικής χώρας» επιδιώκουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα «περιφερειακά εδάφη», για να διασφαλίσουν τις εξόδους τους προς τις θάλασσες και να εξουδετερώσουν τις απειλές κατά της περιμέτρου τους.
Η κατάσταση στην Αν. Μεσόγειο παραμένει ακόμη ρευστή, επιτρέποντας ελευθερία ενεργειών, σε μια περιοχή μάλιστα με αποφασιστική στρατηγική σημασία για την περαιτέρω προώθηση ζωτικών συμφερόντων. Είναι σημαντικό ότι η πλευρά που θα κατορθώσει να αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή –με τελική επιδίωξη την απόκτηση του ελέγχου της– θα εξασφαλίσει σημαντικά στρατηγικά πλεονεκτήματα, χωρίς ταυτόχρονα να υποχρεωθεί να διακινδυνεύσει τη μετωπική αναμέτρηση. Με τον όρο ανατολική λεκάνη της Μεσογείου προσδιορίζεται εκείνο το τμήμα που εκτείνεται ανατολικά από τον υποθαλάσσιο αναβαθμό που ενώνει τη Σικελία με την Τύνιδα (ακρωτήριο Breo- ακρωτήριο Bonn) εύρους 72 ν.μ. Το μέγιστο μήκος της Αν. Μεσογείου (ακρωτ. Bonn – κόλπος Αλεξανδρέττας) είναι 1080 ν.μ. και το μέγιστο πλάτος της (μυχός Αδριατικής – κόλπος Συρίας) είναι περίπου 920 ν.μ. Η στρατηγική σπουδαιότητα ορισμένων επιμέρους γεωγραφικών χαρακτηριστικών της, είναι:
Οι δύο πύλες, που βρίσκονται στις παρυφές της και με τις οποίες η Μεσόγειος επικοινωνεί με άλλες θάλασσες. Συγκεκριμένα, τα Στενά των Δαρδανελλίων, που μαζί με τη φυσική τους προέκταση, το Αιγαίο, παρέχουν, στις παράκτιες χώρες της Μεσογείου την επικοινωνία με τις πλούσιες σε πρώτες ύλες της Μ. Ανατολής και της Ασίας
Οι βαθιές τομές που προξενούνται τόσο από τη βαλκανική όσο κι από την ιταλική χερσόνησο και με τις οποίες οι μεν χώρες της Μεσευρώπης εξασφαλίζουν πρόσβαση στις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας της Μεσογείου, οι δε χώρες της Β. Αφρικής έρχονται σ’ επαφή με την Ευρώπη. Επιπλέον, οι δύο αυτές χερσόνησοι χωρίζουν την Αν. Μεσόγειο σε επιμέρους θαλάσσιους χώρους (Αδριατική – Ιόνιο – Αιγαίο), που με τις παρούσες τεχνολογικές δυνατότητες μετατρέπονται σε κλειστούς θαλάσσιους διαύλους, δυσχεραίνοντας τις επιχειρήσεις μεγάλων ναυτικών μονάδων – κυρίως αεροπλανοφόρων. Τούτο εξάλλου, αποτελεί κύρια επιχειρησιακή διαφοροποίηση της Ανατολικής έναντι της Δυτικής Μεσογείου, η οποία είναι μια ανοικτή θάλασσα που παρέχει δυνατότητες ελιγμών.
Τα τρία νησιά, η Μάλτα, η Κρήτη και η Κύπρος, από τα οποία είναι δυνατόν να ελεγχθούν και, σε σημαντικό ποσοστό, να αποκοπούν οι κύριες γραμμές επικοινωνιών που τέμνουν την Αν. Μεσόγειο. Ενώ η Μάλτα, λόγω μεγέθους (246 χλμ2), μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον ως ναυτική βάση (κυρίως υποβρυχίων), η Κρήτη (8.258 χλμ2) και η Κύπρος (9.251 χλμ2) μπορούν, αντίθετα, όχι μόνο να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις εξόρμησης ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων, αλλά επιπλέον και ως χώροι ασφαλούς στάθμευσης σημαντικών χερσαίων δυνάμεων, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να εξορμήσουν προς οποιοδήποτε άλλο κρίσιμο σημείο της ευρύτερης περιοχής.
Η γεωπολιτική και γεωστρατηγική εικόνα της Αν. Μεσογείου ολοκληρώνεται μόνο όταν επισημανθεί η εγγύτητά της προς τη Μ. Ανατολή. Οι θαλάσσιες οδοί προς στα λιμάνια της Δυτ. Ευρώπης, περνούν μέσα από την Αν. Μεσόγειο. Τέλος, αναλύοντας τις πηγές έντασης στην Αν. Μεσόγειο θα πρέπει να γίνει αναφορά στην ελληνοτουρκική και στην αραβοϊσραηλινή διαφορά καθώς επίσης στο κουρδικό και το συριακό ζήτημα.
Το καίριο ερώτημα της σύγχρονης δυτικής γεωστρατηγικής είναι ο εντοπισμός της περιοχής (ή των περιοχών), όπου η Ρωσία θα επιδιώξει την υλοποίηση των απώτερων στρατηγικών της σκοπών. Το status quo στο κεντρικό μέτωπο, όπου οι δύο υπερδυνάμεις από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου εκδήλωσαν τον ανταγωνισμό τους, είναι σταθερό. Για τη Ρωσία παρουσιάζονται δυνατότητες προώθησης των θέσεων της μόνο στις δύο πτέρυγες του ΝΑΤΟ. Στο βόρειο τομέα, απειλώντας τις ναυτικές δυνάμεις του SAC.LAND και των βάσεων του στη Β. Νορβηγία και κυρίως, επιχειρώντας ναι εξασφαλίσει τον έλεγχο των θαλάσσιων εξόδων στη Βαλτική.
Τα μεγάλα της οφέλη όμως θα τα αποκομίσει κινούμενη στη Νότια πτέρυγα: εξοστρακίζοντας τον 6ο στόλο από την Αν. Μεσόγειο και θέτοντας υπό τον έλεγχό της τις γραμμές επικοινωνίας της Δύσης με τη Μέση και την Άπω Ανατολή. Εδώ, εξάλλου, διατηρεί μονίμως ισχυρή μοίρα του στόλου της Μαύρης θάλασσας. Επιπλέον, τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των δύο υπερδυνάμεων στη Μ. Ανατολή και ιδίως στη Μεσογειακή Εγγύς Ανατολή, είναι αλληλοσυγκρουόμενα και πολλές φορές συγκεχυμένα.
Η Ρωσία έχει τη δυνατότητα διπλωματικών χειρισμών κάνοντας χρήση των πολιτικών ερεισμάτων που διαθέτει στην περιοχή, επιβραδύνοντας σημαντικά τη δυτική αντίδραση. Μπορεί να λεχθεί ότι η Αν. Μεσόγειος είναι η μοναδική περιοχή που η Ρωσία μπορεί να χρησιμοποιήσει (ή αξιόπιστα να απειλήσει ότι θα χρησιμοποιήσει) «ήπια στρατιωτική βία». Στην Αν. Μεσόγειο, η Ρωσία μπορεί να διαμορφώσει μια ευνοϊκή γι’ αυτήν κατάσταση, χωρίς να προκαλέσει την καθολική αντίδραση της Αμερικής.
Δύο τρόποι ενέργειας προβλέπονται για τη Ρωσία στην υποθετική περίπτωση που θα θελήσει να εφαρμόσει δυναμικά την έμμεση στρατηγική στην περιοχή της Αν. Μεσογείου:
Πρώτος τρόπος: Η διεξαγωγή του «αγώνα» από τις ναυτικές της δυνάμεις που μόνιμα βρίσκονται στη Μεσόγειο, με την υποστήριξη μαχητικών αεροσκαφών μεγάλης ακτίνας δράσης και υποβρυχίων. Στην περίπτωση αυτή, η μοίρα του Ρωσικού στόλου της Μαύρης θάλασσας, (μονίμως κινείται στη Μεσόγειο), θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση από πλευράς ισχύος πυρός και η εξουδετέρωσή της θα είναι θέμα λίγων ωρών, αφού θα δεχθεί τα συγκεντρωτικά πλέγματα των δυνάμεων του 6ου στόλου. Μόνο με την ενεργό συμμετοχή των υποβρυχίων και των αεροσκαφών μεγάλης εμβέλειας μπορεί η Ρωσία να εξασφαλίσει «ισχυρό πλήγμα ανταπόδοσης». Αυτός ο τρόπος ενέργειας παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα.
Δεύτερος τρόπος: Ενίσχυση του στόλου της Μεσογείου και με άλλες μονάδες επιφανείας του στόλου της Μαύρης θάλασσας. Υποστήριξή τους από αεροσκάφη μακράς ακτίνας δράσης. Διασφάλιση του διαύλου Μαύρης θάλασσας-Αν. Μεσογείου με αεροναυτικές επιχειρήσεις, για την επικοινωνία του στόλου της Μεσογείου με τις βάσεις τους.
Αυτός ο τρόπος ενέργειας είναι πιο ρεαλιστικός για τη Ρωσία αφού έχει, εν μέρει, ήδη δοκιμαστεί, όταν σε περιόδους κρίσης ενισχύεται ο στόλος της Μεσογείου κι έτσι βολιδοσκοπούνται οι δυτικές αντιδράσεις. Σε ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο είναι γεγονός ότι οι Αμερικανοί θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση και θα χρειαστούν τη συνδρομή των διαθέσιμων αεροναυτικών δυνάμεων και ευκολιών για την αντιμετώπιση της απειλής. Όπως έχει όμως επισημανθεί, ο μεν κύριος όγκος του τουρκικού στόλου θα πρέπει βάσει αποστολής να αναπτυχθεί στη Μαύρη θάλασσα και στην Προποντίδα, ο δε ιταλικός στη Δυτ. Μεσόγειο για την προστασία των δυτικών γραμμών επικοινωνίας προς τα δυτικά λιμάνια της χώρας. Συνεπώς, το κύριο βάρος πέφτει στις ελληνικές αεροναυτικές δυνάμεις που μέχρις ότου δημιουργηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες για τη συμμαχική αντεπίθεση θα πρέπει να διατηρήσουν ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνίας, όχι μόνο προς την Ελλάδα, αλλά και προς τα τουρκικά λιμάνια της δυτικής Μικράς Ασίας. Επίσης θα πρέπει να «φράξουν» την είσοδο στο Αιγαίο των μικρών και ταχυκίνητων σκαφών καθώς και συμβατικών υποβρυχίων, τόσο από την πλευρά των Στενών των Δαρδανελλίων, όσο και νότια, από τα Στενά Κυθήρων-Κρήτης και Κρήτης-Καρπάθου.
Με αυτό τον τρόπο ενέργειας, η Ρωσία θα πρέπει απαραίτητα να αποκαταστήσει και διατηρήσει την επικοινωνία του στόλου της Μεσογείου με τον «μητρικό» στόλο της Μαύρης θάλασσας. Αυτό είναι δυνατόν με τη διασφάλιση του ελέγχου στο δίαυλο που συνδέει τη Μαύρη θάλασσα με την Αν. Μεσόγειο.
Ο δίαυλος που συνδέει τη Μαύρη θάλασσα με την Αν. Μεσόγειο αρχίζει στα Στενά του Βοσπόρου και καταλήγει στα στενά Κρήτης-Κυθήρων και Κρήτης-Καρπάθου.
Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις στη διεξαγωγή του πολέμου έχουν μεταβάλλει ραγδαία τα γεωστρατηγικά δεδομένα της περιοχής μας. Αν και τα Στενά των Δαρδανελλίων παραδοσιακά θεωρούνταν ότι ήταν ο δίαυλος επικοινωνίας της Μαύρης θάλασσας με τη Μεσόγειο και, ταυτόχρονα, «σημείο φράγμα» για τους στόλους που βρίσκονταν στη Μαύρη θάλασσα, τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα έχουν επιμηκύνει αυτόν το δίαυλο, ώστε να περιλαμβάνει και ολόκληρο το Αιγαίο. Έτσι, οι υφιστάμενες στα νησιά του Αιγαίου επιχειρησιακές εγκαταστάσεις και δυνάμεις και η μόνιμη παρουσία ελληνικών αεροναυτικών δυνάμεων και αντιαεροπορικών μέσων μεσαίας και μεγάλης εμβέλειας, παρέχουν τη δυνατότητα μετατροπής του Αιγαίου, σε μιαν ερμητικά «κλειστή θάλασσα». Η χρησιμοποίηση των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας, του Αιγαίου από μία αντίπαλη δύναμη θα προϋποθέσει τη μερική εξουδετέρωση των ελληνικών αεροναυτικών δυνάμεων.
Αναλύοντας αυτό το υποθετικό σενάριο, διαπιστώνεται ο ιδιαίτερος ρόλος του Αιγαίου. Τα περίπου τρεις χιλιάδες νησιά του Αιγαίου δημιουργούν τρία κυρίως, «ανασχετικά συγκροτήματα», από τα οποία περνούν αναγκαστικά όλοι οι δίαυλοι ναυσιπλοΐας:
Η Λέσβος, η Λήμνος και η Χερσόνησος Άθω, στο βορρά, με «συνδετικό σπόνδυλο» τη Λήμνο,που έχει στρατηγικής σημασίας ρόλο στον ευρύτερο χώρο του Β. Αιγαίου. Με την ικανοποιητική έκταση των 475 χλμ, τον ασφαλή κόλπο του Μούδρου, όπου μπορεί άνετα να ναυλοχήσει ολόκληρος στόλος, τις σύγχρονες αεροναυτικές εγκαταστάσεις και δυνάμεις, και τις στρατιωτικές δυνάμεις, παίζει ρόλο-κλειδί για τον έλεγχο του Β. Αιγαίου.
Τοποθετημένα μόλις 34 ν.μ. από την έξοδο των Δαρδανελλίων, παρέχει, από τις ανατολικές ακτές της τη δυνατότητα βολής, με σύγχρονα βλήματα, οποιουδήποτε σκάφους επιφανείας θα επιχειρούσε να βγει από τα Στενά. 2. Η Σάμος ή η Χίος, η Ικαρία, η Μύκονος, η Τήνος, η Άνδρος και η Εύβοια, στο κεντρικό Αιγαίο, με «συνδετικό σπόνδυλο», το υποσύστημα Άνδρος, Τήνος, Μύκονος. 3. Η Ρόδος, η Κάρπαθος, η Κρήτη και τα Κύθηρα, στο Νότο, με «κεντρικό σπόνδυλο» την Κρήτη, η στρατηγική της οποίας, όμως, υπερβαίνει κατά πολύ αυτήν του συνδετικού κρίκου ενός ανασχετικού συγκροτήματος.
Η Κρήτη παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου, όχι μόνο στο Ν. Αιγαίο, αλλά και σε ολόκληρη την Αν. Μεσόγειο.
Η συριακή κρίση δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της έμμεσης στρατηγικής από τη Ρωσία και την Αμερική χωρίς να εμπλέκονται άμεσα οι στρατιωτικές τους δυνάμεις (ρωσικές δυνάμεις εναντίον αμερικανικών) και επιδιώκουν αποτελέσματα όχι αποκλειστικά με στρατιωτική νίκη αλλά με έμμεσες ενέργειες στον διπλωματικό, πολιτικό και οικονομικό τομέα.
https://kourdistoportocali.com
στόχοι των ΗΠΑ παραμένουν αναλλοίωτοι: ανάδειξη των ΗΠΑ ως μοναδικής υπερδύναμης, πρόληψη για τη μη εμφάνιση ανταγωνιστή που θα αμφισβητούσε την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, έλεγχος της Ευρασίας διά του διευρυμένου ελέγχου των παρυφών της, συνεχιζόμενη ανάσχεση της Ρωσίας, δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε ενεργειακούς πόρους.
Γράφει ο Παύλος Χρήστου
Κατά το ΝΑΤΟ την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα και ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του υπαρκτού Σοσιαλισμού, εμφανίζονται μεγάλες αλλαγές στη διάταξη των κρατών και στις ισορροπίες στην Ευρώπη.
Πρώτον, η αύξηση του αριθμού των ευρωπαϊκών κρατών ως αποτέλεσμα της διάλυσης της ΕΣΣΔ, της Γιουγκοσλαβίας και της Τσεχοσλοβακίας διαμόρφωσε μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.
Τρίτον, το γεωσύστημα του Καυκάσου αποκτά μια διαφορετική δυναμική.
Τέταρτον, ανεξαρτήτως των όποιων εξελίξεων στο Ιράκ και της σχέσης της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ με αυτές, το νέο ανατολικό όριο της Ευρώπης έχει ήδη μετατεθεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε γενικές γραμμές θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η βασική στρατηγική των ΗΠΑ -ενσωματωμένη στην αντίστοιχη του ΝΑΤΟ- για τον έλεγχο της Ρωσίας εξακολουθεί να είναι βασισμένη περισσότερο στη ναυτική ισχύ παρά στη χερσαία.
Τα καινούργια στοιχεία του νέου στρατηγικού δόγματος δεν αφορούν κύρια την «αρχιτεκτονική της συμμαχίας» και την εσωτερική και εξωτερική προσαρμογή της (αν και θα προκύψουν αλλαγές τόσο στη Δομή Διοίκησης και Δυνάμεων όσο και προς τον τρόπο και μέθοδο της εξωτερικής του προσαρμογής), αλλά την αλλαγή της κατεύθυνσης και το μετασχηματισμό της από ένα διακυβερνητικό στρατιωτικό σύμφωνο σε ένα μεταμοντέρνο οργανισμό ασφάλειας και άμυνας με διακριτά πολιτικά χαρακτηριστικά.
Η αναγκαιότητα αυτή προέκυψε:
Από την πιστοποιημένη αποτυχία της συμμαχίας και ανεπάρκειά της να λειτουργήσει ως καθαρό στρατιωτικό όργανο
Από την αλλαγή της αμερικανικής εθνικής στρατηγικής
Από την αλλαγή της στάσης των ευρωπαίων συμμάχων στα θέματα της συνεχούς στρατιωτικής ετοιμότητας (δραστηριότητα υψηλού κόστους) και πιθανής πολιτικοστρατιωτικής κινητοποίησης (δραστηριότητα μη συμβατή πλέον με τις ευρωπαϊκές κοινωνικές αντιλήψεις)
Από την ανυπαρξία πραγματικής άμεσης απειλής για τη δυτική ασφάλεια
Από την απροθυμία των Ευρωπαίων συμμάχων να αποδεχθούν επί μακρόν μια ισχυρή αμερικανική στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη
Από τη μετατόπιση του στρατηγικού κέντρου βάρους του παγκοσμίου συστήματος σε νέες περιοχές
Το ΝΑΤΟ στρατηγικά επανέρχεται στην παλαιά αντίληψη της άμυνας της Κεντρικής Ευρώπης και Ευρασίας, αφήνοντας τις περιφέρειες (Βαλκάνια, Τουρκία, Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική κ.λ.π.) αποκλειστικά στην επιρροή και ευθύνη της Αμερικής. Αυτό γίνεται με υποχώρηση των Μεγάλων χωρών (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία) και με τη δημιουργία περιφερειακών αξόνων συνεργασίας.
Για την περιοχή Μεσόγειος-Βαλκάνια-Β. Αφρική-Μέση Ανατολή, ο άξονας συνεργασίας διαμορφώνεται από τη συνεργασία της Αμερικής με Ελλάδα, Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ. Ο έλεγχος της περιοχής αυτής θα γίνει όχι απλά με τη μη συμμετοχή της Τουρκίας, αλλά με την ολική υπερκέρασή της. Η αμερικανική πολιτική κατανόησε πλέον ότι:
Οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν μπορούν να συμβάλλουν όλοι μαζί στον έλεγχο της περιοχής
Οι μεσογειακές και βαλκανικές χώρες έχουν τον πρώτο λόγο στην άμυνα-ανάπτυξη στρατηγικών στη περιοχή
Το ΝΑΤΟ είναι ένας δυσκίνητος οργανισμός και είναι αναγκαίο οι πολυμερείς σχέσεις να αντικατασταθούν από διμερείς
Η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν για τα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή τους σημαντικότερους στρατηγικούς παίχτες-παράγοντες
Η Τουρκία λόγω ενδογενών προβλημάτων και άλλων είδους σχέσεων με χώρες της περιοχής δεν μπορεί να αποτελέσει σημαντικό στρατηγικό παράγοντα για τις περιοχές αυτές
Η περιοχή αυτή είναι μια ασύμμετρη περιοχή και μόνο οι χώρες που έχουν καλές παραδοσιακά σχέσεις με όλους μπορούν να δημιουργήσουν κατάλληλες συνθήκες ελέγχου και συνεργασίες
Η όποια πολεμική σύγκρουση στην περιοχή αυτή, μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνο ως ομοιογενοποιητική
Η στρατηγική τρωτότητα της περιοχής οφείλεται στην άνιση κατανομή ισχύος και απαιτεί ενέργειες αποκατάστασης της ισορροπίας ισχύος
Είναι φανερό ότι το ΝΑΤΟ, η Αμερική και η Ευρωπαϊκή Ένωση (εν ολίγοις η Δύση) επαναφέρουν στη στρατηγική τους την έννοια των ζωτικών χώρων. Οι ζωτικοί χώροι αυτοί είναι η Κεντρική Ευρώπη, η Ευρασία και η περιοχή της Μεσογείου-Βαλκανίων-Β. Αφρικής-Μέσης Ανατολής.
Οι αμερικανικές διαχρονικές προσπάθειες και πρωτοβουλίες, για τον ατλαντικό διαφωτισμό και τις κανονιστικές αξίες και λειτουργίες, όχι μόνο δεν δημιούργησαν κατάλληλες και ικανές συνθήκες μιας ομαλής συνεργασίας των μελών της συμμαχίας, αλλά (ιδιαίτερα μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου) παγίωσαν έναν κατακερματισμό της, που είναι φανερός τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Η αυξημένη αυτή συμμαχική ετερότητα καθιστά αδύνατη την ενοποίηση, αλλά ταυτόχρονα επαναφέρει τη δυνατότητα αυτοκρατορικής κανονιστικής δόμησης του ευρωατλαντικού χώρου. Αυτό θα δημιουργήσει στο μέλλον άνιση ανάπτυξη, διλήμματα ασφάλειας και ηγεμονικές συμπεριφορές. Η προσχώρηση της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει τη μορφή και τον χαρακτήρα της Ατλαντικής συμμαχίας.
Η Μεσόγειος είναι μια περιοχή με υψηλή γεωπολιτική αξία και συνεχώς βρίσκεται στο επίκεντρο των ιστορικών εξελίξεων. Ο ελληνισμός βρίσκεται σε ένα κρίσιμο χώρο της Μεσογείου, ανέπτυξε ιδιαίτερες δυνάμεις, κατόρθωσε να επιβιώσει και να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού της περιοχής .
Η Ελλάδα και η Κύπρος γεωγραφικά, αλλά και στρατηγικά, παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ισορροπίας ισχύος της περιοχής της Μεσογείου και της Μ. Ανατολής. Υποχρεωτικά, στο μέλλον, μετά τις εξελίξεις που έλαβαν και λαμβάνουν χώρα στη περιοχή (Αίγυπτος, Λιβύη, Συρία, Τουρκία-Κούρδοι, Λίβανος, Ισραήλ-Παλαιστίνη, Ιράκ, Αφγανιστάν), η Ρωσία προσφεύγει σε εφαρμογή έμμεσης στρατηγικής στη Μεσόγειο. Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι θα «χαρίσει» τόσο εύκολα και χωρίς αντιδράσεις όλη την περιοχή στη Δύση. Η εφαρμογή της έμμεσης στρατηγικής ξεκίνησε ήδη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι ρίζες της έμμεσης στρατηγικής βρίσκονται σε μια από τις πρώτες θεωρίες που διατύπωσαν οι ασχολούμενοι με τη γεωστρατηγική: αυτή της «κεντρικής χώρας και των περιφερειακών εδαφών». Με τον όρο «κεντρική χώρα» εννοείται ο εκτεταμένος χώρος της Ευρασίας, ενώ με τα «περιφερειακά εδάφη» η Βρετανία, η Ιαπωνία και Β. Αφρική, περιοχές δηλαδή που ελέγχουν τις εξόδους της «κεντρικής χώρας» προς τους ωκεανούς ή αποτελούν βάσεις για την προσβολή της περιμέτρου της. Έτσι, τα κράτη της «κεντρικής χώρας» επιδιώκουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα «περιφερειακά εδάφη», για να διασφαλίσουν τις εξόδους τους προς τις θάλασσες και να εξουδετερώσουν τις απειλές κατά της περιμέτρου τους.
Η κατάσταση στην Αν. Μεσόγειο παραμένει ακόμη ρευστή, επιτρέποντας ελευθερία ενεργειών, σε μια περιοχή μάλιστα με αποφασιστική στρατηγική σημασία για την περαιτέρω προώθηση ζωτικών συμφερόντων. Είναι σημαντικό ότι η πλευρά που θα κατορθώσει να αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή –με τελική επιδίωξη την απόκτηση του ελέγχου της– θα εξασφαλίσει σημαντικά στρατηγικά πλεονεκτήματα, χωρίς ταυτόχρονα να υποχρεωθεί να διακινδυνεύσει τη μετωπική αναμέτρηση. Με τον όρο ανατολική λεκάνη της Μεσογείου προσδιορίζεται εκείνο το τμήμα που εκτείνεται ανατολικά από τον υποθαλάσσιο αναβαθμό που ενώνει τη Σικελία με την Τύνιδα (ακρωτήριο Breo- ακρωτήριο Bonn) εύρους 72 ν.μ. Το μέγιστο μήκος της Αν. Μεσογείου (ακρωτ. Bonn – κόλπος Αλεξανδρέττας) είναι 1080 ν.μ. και το μέγιστο πλάτος της (μυχός Αδριατικής – κόλπος Συρίας) είναι περίπου 920 ν.μ. Η στρατηγική σπουδαιότητα ορισμένων επιμέρους γεωγραφικών χαρακτηριστικών της, είναι:
Οι δύο πύλες, που βρίσκονται στις παρυφές της και με τις οποίες η Μεσόγειος επικοινωνεί με άλλες θάλασσες. Συγκεκριμένα, τα Στενά των Δαρδανελλίων, που μαζί με τη φυσική τους προέκταση, το Αιγαίο, παρέχουν, στις παράκτιες χώρες της Μεσογείου την επικοινωνία με τις πλούσιες σε πρώτες ύλες της Μ. Ανατολής και της Ασίας
Οι βαθιές τομές που προξενούνται τόσο από τη βαλκανική όσο κι από την ιταλική χερσόνησο και με τις οποίες οι μεν χώρες της Μεσευρώπης εξασφαλίζουν πρόσβαση στις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας της Μεσογείου, οι δε χώρες της Β. Αφρικής έρχονται σ’ επαφή με την Ευρώπη. Επιπλέον, οι δύο αυτές χερσόνησοι χωρίζουν την Αν. Μεσόγειο σε επιμέρους θαλάσσιους χώρους (Αδριατική – Ιόνιο – Αιγαίο), που με τις παρούσες τεχνολογικές δυνατότητες μετατρέπονται σε κλειστούς θαλάσσιους διαύλους, δυσχεραίνοντας τις επιχειρήσεις μεγάλων ναυτικών μονάδων – κυρίως αεροπλανοφόρων. Τούτο εξάλλου, αποτελεί κύρια επιχειρησιακή διαφοροποίηση της Ανατολικής έναντι της Δυτικής Μεσογείου, η οποία είναι μια ανοικτή θάλασσα που παρέχει δυνατότητες ελιγμών.
Τα τρία νησιά, η Μάλτα, η Κρήτη και η Κύπρος, από τα οποία είναι δυνατόν να ελεγχθούν και, σε σημαντικό ποσοστό, να αποκοπούν οι κύριες γραμμές επικοινωνιών που τέμνουν την Αν. Μεσόγειο. Ενώ η Μάλτα, λόγω μεγέθους (246 χλμ2), μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον ως ναυτική βάση (κυρίως υποβρυχίων), η Κρήτη (8.258 χλμ2) και η Κύπρος (9.251 χλμ2) μπορούν, αντίθετα, όχι μόνο να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις εξόρμησης ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων, αλλά επιπλέον και ως χώροι ασφαλούς στάθμευσης σημαντικών χερσαίων δυνάμεων, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να εξορμήσουν προς οποιοδήποτε άλλο κρίσιμο σημείο της ευρύτερης περιοχής.
Η γεωπολιτική και γεωστρατηγική εικόνα της Αν. Μεσογείου ολοκληρώνεται μόνο όταν επισημανθεί η εγγύτητά της προς τη Μ. Ανατολή. Οι θαλάσσιες οδοί προς στα λιμάνια της Δυτ. Ευρώπης, περνούν μέσα από την Αν. Μεσόγειο. Τέλος, αναλύοντας τις πηγές έντασης στην Αν. Μεσόγειο θα πρέπει να γίνει αναφορά στην ελληνοτουρκική και στην αραβοϊσραηλινή διαφορά καθώς επίσης στο κουρδικό και το συριακό ζήτημα.
Το καίριο ερώτημα της σύγχρονης δυτικής γεωστρατηγικής είναι ο εντοπισμός της περιοχής (ή των περιοχών), όπου η Ρωσία θα επιδιώξει την υλοποίηση των απώτερων στρατηγικών της σκοπών. Το status quo στο κεντρικό μέτωπο, όπου οι δύο υπερδυνάμεις από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου εκδήλωσαν τον ανταγωνισμό τους, είναι σταθερό. Για τη Ρωσία παρουσιάζονται δυνατότητες προώθησης των θέσεων της μόνο στις δύο πτέρυγες του ΝΑΤΟ. Στο βόρειο τομέα, απειλώντας τις ναυτικές δυνάμεις του SAC.LAND και των βάσεων του στη Β. Νορβηγία και κυρίως, επιχειρώντας ναι εξασφαλίσει τον έλεγχο των θαλάσσιων εξόδων στη Βαλτική.
Τα μεγάλα της οφέλη όμως θα τα αποκομίσει κινούμενη στη Νότια πτέρυγα: εξοστρακίζοντας τον 6ο στόλο από την Αν. Μεσόγειο και θέτοντας υπό τον έλεγχό της τις γραμμές επικοινωνίας της Δύσης με τη Μέση και την Άπω Ανατολή. Εδώ, εξάλλου, διατηρεί μονίμως ισχυρή μοίρα του στόλου της Μαύρης θάλασσας. Επιπλέον, τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των δύο υπερδυνάμεων στη Μ. Ανατολή και ιδίως στη Μεσογειακή Εγγύς Ανατολή, είναι αλληλοσυγκρουόμενα και πολλές φορές συγκεχυμένα.
Η Ρωσία έχει τη δυνατότητα διπλωματικών χειρισμών κάνοντας χρήση των πολιτικών ερεισμάτων που διαθέτει στην περιοχή, επιβραδύνοντας σημαντικά τη δυτική αντίδραση. Μπορεί να λεχθεί ότι η Αν. Μεσόγειος είναι η μοναδική περιοχή που η Ρωσία μπορεί να χρησιμοποιήσει (ή αξιόπιστα να απειλήσει ότι θα χρησιμοποιήσει) «ήπια στρατιωτική βία». Στην Αν. Μεσόγειο, η Ρωσία μπορεί να διαμορφώσει μια ευνοϊκή γι’ αυτήν κατάσταση, χωρίς να προκαλέσει την καθολική αντίδραση της Αμερικής.
Δύο τρόποι ενέργειας προβλέπονται για τη Ρωσία στην υποθετική περίπτωση που θα θελήσει να εφαρμόσει δυναμικά την έμμεση στρατηγική στην περιοχή της Αν. Μεσογείου:
Πρώτος τρόπος: Η διεξαγωγή του «αγώνα» από τις ναυτικές της δυνάμεις που μόνιμα βρίσκονται στη Μεσόγειο, με την υποστήριξη μαχητικών αεροσκαφών μεγάλης ακτίνας δράσης και υποβρυχίων. Στην περίπτωση αυτή, η μοίρα του Ρωσικού στόλου της Μαύρης θάλασσας, (μονίμως κινείται στη Μεσόγειο), θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση από πλευράς ισχύος πυρός και η εξουδετέρωσή της θα είναι θέμα λίγων ωρών, αφού θα δεχθεί τα συγκεντρωτικά πλέγματα των δυνάμεων του 6ου στόλου. Μόνο με την ενεργό συμμετοχή των υποβρυχίων και των αεροσκαφών μεγάλης εμβέλειας μπορεί η Ρωσία να εξασφαλίσει «ισχυρό πλήγμα ανταπόδοσης». Αυτός ο τρόπος ενέργειας παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα.
Δεύτερος τρόπος: Ενίσχυση του στόλου της Μεσογείου και με άλλες μονάδες επιφανείας του στόλου της Μαύρης θάλασσας. Υποστήριξή τους από αεροσκάφη μακράς ακτίνας δράσης. Διασφάλιση του διαύλου Μαύρης θάλασσας-Αν. Μεσογείου με αεροναυτικές επιχειρήσεις, για την επικοινωνία του στόλου της Μεσογείου με τις βάσεις τους.
Αυτός ο τρόπος ενέργειας είναι πιο ρεαλιστικός για τη Ρωσία αφού έχει, εν μέρει, ήδη δοκιμαστεί, όταν σε περιόδους κρίσης ενισχύεται ο στόλος της Μεσογείου κι έτσι βολιδοσκοπούνται οι δυτικές αντιδράσεις. Σε ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο είναι γεγονός ότι οι Αμερικανοί θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση και θα χρειαστούν τη συνδρομή των διαθέσιμων αεροναυτικών δυνάμεων και ευκολιών για την αντιμετώπιση της απειλής. Όπως έχει όμως επισημανθεί, ο μεν κύριος όγκος του τουρκικού στόλου θα πρέπει βάσει αποστολής να αναπτυχθεί στη Μαύρη θάλασσα και στην Προποντίδα, ο δε ιταλικός στη Δυτ. Μεσόγειο για την προστασία των δυτικών γραμμών επικοινωνίας προς τα δυτικά λιμάνια της χώρας. Συνεπώς, το κύριο βάρος πέφτει στις ελληνικές αεροναυτικές δυνάμεις που μέχρις ότου δημιουργηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες για τη συμμαχική αντεπίθεση θα πρέπει να διατηρήσουν ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνίας, όχι μόνο προς την Ελλάδα, αλλά και προς τα τουρκικά λιμάνια της δυτικής Μικράς Ασίας. Επίσης θα πρέπει να «φράξουν» την είσοδο στο Αιγαίο των μικρών και ταχυκίνητων σκαφών καθώς και συμβατικών υποβρυχίων, τόσο από την πλευρά των Στενών των Δαρδανελλίων, όσο και νότια, από τα Στενά Κυθήρων-Κρήτης και Κρήτης-Καρπάθου.
Με αυτό τον τρόπο ενέργειας, η Ρωσία θα πρέπει απαραίτητα να αποκαταστήσει και διατηρήσει την επικοινωνία του στόλου της Μεσογείου με τον «μητρικό» στόλο της Μαύρης θάλασσας. Αυτό είναι δυνατόν με τη διασφάλιση του ελέγχου στο δίαυλο που συνδέει τη Μαύρη θάλασσα με την Αν. Μεσόγειο.
Ο δίαυλος που συνδέει τη Μαύρη θάλασσα με την Αν. Μεσόγειο αρχίζει στα Στενά του Βοσπόρου και καταλήγει στα στενά Κρήτης-Κυθήρων και Κρήτης-Καρπάθου.
Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις στη διεξαγωγή του πολέμου έχουν μεταβάλλει ραγδαία τα γεωστρατηγικά δεδομένα της περιοχής μας. Αν και τα Στενά των Δαρδανελλίων παραδοσιακά θεωρούνταν ότι ήταν ο δίαυλος επικοινωνίας της Μαύρης θάλασσας με τη Μεσόγειο και, ταυτόχρονα, «σημείο φράγμα» για τους στόλους που βρίσκονταν στη Μαύρη θάλασσα, τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα έχουν επιμηκύνει αυτόν το δίαυλο, ώστε να περιλαμβάνει και ολόκληρο το Αιγαίο. Έτσι, οι υφιστάμενες στα νησιά του Αιγαίου επιχειρησιακές εγκαταστάσεις και δυνάμεις και η μόνιμη παρουσία ελληνικών αεροναυτικών δυνάμεων και αντιαεροπορικών μέσων μεσαίας και μεγάλης εμβέλειας, παρέχουν τη δυνατότητα μετατροπής του Αιγαίου, σε μιαν ερμητικά «κλειστή θάλασσα». Η χρησιμοποίηση των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας, του Αιγαίου από μία αντίπαλη δύναμη θα προϋποθέσει τη μερική εξουδετέρωση των ελληνικών αεροναυτικών δυνάμεων.
Αναλύοντας αυτό το υποθετικό σενάριο, διαπιστώνεται ο ιδιαίτερος ρόλος του Αιγαίου. Τα περίπου τρεις χιλιάδες νησιά του Αιγαίου δημιουργούν τρία κυρίως, «ανασχετικά συγκροτήματα», από τα οποία περνούν αναγκαστικά όλοι οι δίαυλοι ναυσιπλοΐας:
Η Λέσβος, η Λήμνος και η Χερσόνησος Άθω, στο βορρά, με «συνδετικό σπόνδυλο» τη Λήμνο,που έχει στρατηγικής σημασίας ρόλο στον ευρύτερο χώρο του Β. Αιγαίου. Με την ικανοποιητική έκταση των 475 χλμ, τον ασφαλή κόλπο του Μούδρου, όπου μπορεί άνετα να ναυλοχήσει ολόκληρος στόλος, τις σύγχρονες αεροναυτικές εγκαταστάσεις και δυνάμεις, και τις στρατιωτικές δυνάμεις, παίζει ρόλο-κλειδί για τον έλεγχο του Β. Αιγαίου.
Τοποθετημένα μόλις 34 ν.μ. από την έξοδο των Δαρδανελλίων, παρέχει, από τις ανατολικές ακτές της τη δυνατότητα βολής, με σύγχρονα βλήματα, οποιουδήποτε σκάφους επιφανείας θα επιχειρούσε να βγει από τα Στενά. 2. Η Σάμος ή η Χίος, η Ικαρία, η Μύκονος, η Τήνος, η Άνδρος και η Εύβοια, στο κεντρικό Αιγαίο, με «συνδετικό σπόνδυλο», το υποσύστημα Άνδρος, Τήνος, Μύκονος. 3. Η Ρόδος, η Κάρπαθος, η Κρήτη και τα Κύθηρα, στο Νότο, με «κεντρικό σπόνδυλο» την Κρήτη, η στρατηγική της οποίας, όμως, υπερβαίνει κατά πολύ αυτήν του συνδετικού κρίκου ενός ανασχετικού συγκροτήματος.
Η Κρήτη παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου, όχι μόνο στο Ν. Αιγαίο, αλλά και σε ολόκληρη την Αν. Μεσόγειο.
Η συριακή κρίση δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της έμμεσης στρατηγικής από τη Ρωσία και την Αμερική χωρίς να εμπλέκονται άμεσα οι στρατιωτικές τους δυνάμεις (ρωσικές δυνάμεις εναντίον αμερικανικών) και επιδιώκουν αποτελέσματα όχι αποκλειστικά με στρατιωτική νίκη αλλά με έμμεσες ενέργειες στον διπλωματικό, πολιτικό και οικονομικό τομέα.
https://kourdistoportocali.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.