Παρασκευή απόγευμα βρέθηκα σε χωριό του Ν.Σερρών
για κάποια δουλειά. Έφτασα νωρίτερα και μπήκα στο
μοναδικό καφενείο που είχε το
χωριό για να περάσει η ώρα. Η αίσθηση της ξυλόσομπας που έκαιγε στο κέντρο το
καφενείου με υποδέχθηκε ευχάριστα και παρήγγειλα έναν ελληνικό καφέ. Τα λιγοστά
ξύλινα τετράγωνα τραπέζια φιλοξενούσαν ανθρώπους μεγάλης ηλικίας που
προσπαθούσαν να σπρώξουν την ώρα να περάσει μέχρι να φύγουν για το σπίτι τους.
Δύο έπαιζαν ξερή, τέσσερις κοίταζαν αυτούς που έπαιζαν, ένας μοναχικός ρουφούσε
δυνατά τον καφέ του χτυπώντας τις χάντρες ενός κομπολογιού, ένας άλλος κοίταζε
στην τηλεόραση μια καθημερινή σαπουνόπερα και ο καφετζής στη μέσα μεριά του
μπουφέ βαριόταν.
Αφού κοίταξα έναν-έναν τους θαμώνες με προσοχή,
εκτιμώντας από τις βαθιές ρυτίδες που αυλάκωναν τα πρόσωπά τους την ηλικία τους
στο περίπου, τόλμησα να ζητήσω να τη μάθω. Απότομες, νευρικές και κυρίως
υποψιασμένες ήρθαν οι ερωτήσεις αντί απαντήσεων: «Γιατί ρωτάς; Εσύ ποιος είσαι;
Τι θέλεις από εμάς;» Όταν τους εξήγησα και συστηθήκαμε, έμαθα πως ο μεγαλύτερος
θαμώνας ήταν 86 ετών και ο μικρότερος 64.
Στις
Σέρρες, έχουμε χωριά γερόντων που η απομόνωση και η μοναξιά τούς έκανε
δύσπιστούς, καχύποπτους και απότομους. Στήνουν
καβγάδες για τους πόντους της ξερής, γιατί ο ηττημένος θα κεράσει τον καφέ ή
την πορτοκαλάδα και αυτό κοστίζει στην τσέπη τους. Μέτρησα στο περίπου τον
τζίρο του καφετζή και του είπα πως επιτελεί λειτούργημα που κρατά ανοιχτό το
καφενείο του, δίνοντας σε όλους αυτούς τους απόμαχους της ζωής τη διέξοδο για
κουβέντα, για παιχνίδι ή έστω και για καβγά.
Ξυπνούν καθημερινά με το φόβο πως στο
«προσκλητήριο της ζωής» κάποιος θα είναι απών. Εκτός από το φόβο των γηρατειών,
αντιμετωπίζουν και την ανέχεια, δυσκολεύονται να βγάλουν το ευρώ από το τσεπάκι
του παντελονιού τους, γιατί ξέρουν καλά πως η σύνταξη αργεί να έρθει και είναι
όπως πάντα στα στενά όρια των 500 ευρώ.
Απογοητεύτηκα, θύμωσα, νευρίασα. Ποιος επιτέλους
θα κοιτάξει να διορθώσει αυτές τις αδικίες και να αποδώσει τα «ίσα» στου πολίτες
αυτού του τόπου; Πόσο πρέπει να ντρεπόμαστε για όλους αυτούς, που τους
καταντήσαμε θυμωμένους και καχύποπτους και βάλαμε στη θολή ματιά τους τη δυσπιστία
σαν ασπίδα προστασίας;
Κείμενο
: Ιορδάνης Ξανθόπουλος – Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.