Καθόμασταν στα σκαλοπάτια πέτρινου κρουνού μικρής πόλεως κάτω από τον ευεργετικό ίσκιο ενός θεόρατου πλατάνου σαν μια όαση εν μέσω καύσωνος.
Το καλλίτερο που επιζητούσαμε μετά από πολύωρη οδήγηση με την μοτοσυκλέτα.
Ταξιδεύαμε προς το τελευταίο τρίτο μιας όμορφης από την φύση της χώρα να μοιάζει με γυναίκα στα δροσερά της νιάτα.
Η μοτοσυκλέτα είχε κάψει και την τελευταία σταγόνα καυσίμου. Θα μου πείτε γιατί την αφήσαμε ατάϊστη;
Διανύαμε τα τελειώματα της δεκαετίας του ‘80 διασχίζοντας την
υπέροχη Ρουμανία όσο ακόμη διαρκούσε το κάποιου τύπου υπαρκτό σοσιαλιστικό πολιτικό σύστημα της τάχαμου Λαϊκής Δημοκρατίας, που πάντα έβρισκε τρόπους να ταλαιπωρεί και να χειραγωγεί τους πολίτες.
Τα καύσιμα μοιράζονταν ανάλογα με το όχημα για τον κάθε μήνα, που του αναλογούσε, και μάλιστα με κουπόνια διαφορετικών χρωμάτων. Μπορεί να φανταστεί κανείς την μαύρη αγορά που καλλιεργούσε το σύστημα και δώστου να γεμίζουν οι τσέπες των θεματοφυλάκων της «Δημοκρατίας».
Επειδή συνεχώς κινούμασταν τα κουπόνια τελείωναν με αποτέλεσμα να αγοράζουμε στην μαύρη, διπλάσια τιμή. Και αυτό ακόμη δεν αποδείχτηκε σωτήριο εκείνη την ημέρα καθώς όποιο πρατήριο περνούσαμε από
Πιτέστι και μετά ήταν κλειστό. Παρά τα δύο μπιτόνια των 5 λίτρων που κουβάλαγα και πάλι δεν έφτασαν.
Ξαποστάζαμε καπνίζοντας τα σέρτικα και καταστροφικά για τα πνευμόνια *Κάρπατς* και παρακολουθούσαμε τα αυτοκίνητα να σχηματίζουν ουρά. Χαρήκαμε, με την ελπίδα ότι κάπου υπήρχε πρατήριο και σκεφτήκαμε να μπούμε στην σειρά.
Όσο περνούσε η ώρα διαπιστώσαμε, ότι η ουρά δεν κινείτο παρά μεγάλωνε συνεχώς. Ξεκίνησα με τα πόδιαμνγια να διαπιστώσω τι συμβαίνει. Συνάντησα οικογένειες να κοιμούνται στα αυτοκίνητά, παιδιά να παίζουν έξω μέχρι και σκηνές είχαν στήσει.
Κάποτε έφτασα στο βενζινάδικο και βρήκα τον κρατικό μηχανισμό να ταβλάρουν. Ρώτησα τσάτρα πάτρα για να πάρω την απάντηση ότι περιμένουν δύο μέρες το βυτίο. Έμεινα άναυδος και επέστρεφα χωρίς να έχω λύση.
Διαπίστωνα την υπομονή του Ιώβ που μπόλιασαν στο λαό τους και τους έπεισαν ότι ζουν στον επί γης παράδεισο. Απεδείχθη όμως ότι όλοι δεν το έχαψαν. Ξανακαπνίζαμε
με τον συνοδοιπόρο μου Παναγιώτη χωρίς να βγάζουμε κουβέντα. Αποφασίσαμε να στήσουμε σκηνή και να περιμένουμε. Όμως οι μοτοσικλετιστές έχουν και έναν Θεό ακόμη.
Προφανώς μας είδε και μας λυπήθηκε. Με το φορτίο που είχαμε και από τις πινακίδες ένοιωσε την αγωνία των περιπλανώμενων. Έτσι εμφανίστηκε νεαρός με ένα δοχείο 15 λίτρων με αναδευτήρα λαδιού και μας το έδωσε να γεμίσουμε.
Δεύτερη κουβέντα δεν χρειάστηκε. Όταν κλείσαμε το καπάκι τον ρωτήσαμε τι θέλει, δολάρια, μάρκα ή κουπόνια. Δεν δέχτηκε τίποτα. Μας ρώτησε αν έχουμε Rexona. Και βέβαια είχαμε για ώρα ανάγκης. Άνοιξα το μαγικό κουτί και πήρε μόνον ένα σαπούνι.
Σε λίγο μια κοπέλα μας έφερε μια κανάτα με νερό ένα κομμάτι σαπούνι σαν τούβλο με καθαρή πετσέτα. Ο νεαρός άφησε το μπιτόνι στο απέναντι οίκημα και σε έναν δίσκο μας έφερε δύο τεραστίων διαστάσεων μαντολάτα. Κάτι που θα μας κρατούσαν ώσπου να βγούμε από τον δύστυχο «παράδεισο».
Αντί να το κάνουμε εμείς, μας ευχαρίστησε ο νεαρός καθώς το σαπούνι Rexona το πρόσφερε στην κοπέλα του. Πριν ξεκινήσουμε με μια κίνηση έβγαλε από την τσέπη του μια φωτογραφία του Τσαουσέσκου. Την έσκισε μπροστά μας και πάτησε τα κομμάτια με όλους τους κινδύνους να καραδοκούν.
Το ταξίδι μας στην Ρουμανία με κάθε ώρα και γεγονός γεμίζει ολόκληρο βιβλίο.
Τάσος Χανλίογλου
Θυμάσαι αν το μαντολάτο ήτανε με φιστικί, όπως είναι το παραδοσιακό;
ΑπάντησηΔιαγραφή