Η ειδησεογραφία κατακλύζεται από πληροφορίες και σχόλια για το σκάνδαλο των υποκλοπών, για τις ύβρεις αγοραίου επιπέδου κατά του πρωθυπουργού που προβλήθηκαν μεταμφιεσμένες σε σάτιρα στο Φεστιβάλ Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, για τις αντιδράσεις πολιτών στην παρότρυνση της κυβέρνησης να εγκαταλείψουν το φυσικό αέριο χάριν του πετρελαίου, για το αν έκανε ή δεν έκανε λάθος ο πρωθυπουργός που άφησε τον εκλογικό νόμο άθικτο κ.λπ.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά είναι τα συμπτώματα που περιγράφουν το πρόβλημα. Δεν είναι όμως το ίδιο το πρόβλημα!
• Εάν μια κυβέρνηση καταφεύγει σε παράνομες πρακτικές για να μαθαίνει τα μυστικά των αντιπάλων της και να τους εκβιάζει ώστε να συνεργαστούν μαζί της μετεκλογικώς,
• εάν μία αντιπολίτευση ελπίζει ότι η ύβρις είναι ισχυρότερη από την πειθώ του επιχειρήματος και προσφεύγει στη χρήση της για να καλύψει τη γύμνια της,
• εάν ο πολιτικός κόσμος βασίζει την ελπίδα της επανεκλογής του σε ένα εκλογικό σύστημα που κλέβει έδρες από τα μικρά κόμματα, τότε το συμπέρασμα είναι εξαιρετικά απλό: Το πρόβλημα δεν είναι οι υποκλοπές. Ούτε οι ύβρεις του Αποστόλη της «Ελληνοφρένειας». Δεν είναι καν ο εκλογικός νόμος. Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος δεν αγαπά σε μεγάλες πλειοψηφίες τα κόμματα και τις ηγεσίες τους και εκείνα πασχίζουν να υπάρξουν στο νέο τοπίο με κόλπα, μεθοδεύσεις και ελιγμούς. Πασχίζουν να αναπληρώσουν τις ψήφους που τους λείπουν για την αυτοδυναμία με τις ψήφους των μικρότερων κομμάτων δανεισμένες σε έδρες μέσω υποκλοπών, ύβρεων, εκβιασμών.
Το μείζον πρόβλημα της χώρας είναι ότι δώδεκα χρόνια μετά την υπαγωγή της χώρας στα Μνημόνια ο δικομματισμός δεν συσπειρώνει γνήσια ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα γύρω του. Εξακολουθεί να αποτελεί υπό την παρούσα του μορφή λύση ανάγκης. Ζορισμένο κέφι. Κάποτε, προ Μνημονίων, τα κόμματα, ειδικώς το πρώτο, κατάφερναν να συσπειρώσουν γύρω τους σχεδόν πέντε στους δέκα Ελληνες. Ηταν κόμματα πολυσυλλεκτικά. Χωρούσαν πολλές και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες στους κόλπους τους. Νέα Δημοκρατία μπορούσε να ψηφίσει ο βιομήχανος, Ν.Δ. μπορούσε να ψηφίσει και ο εργάτης. Το ίδιο ίσχυε και για το ΠΑΣΟΚ. Συγκατοικούσαν στις τάξεις του ο θυρωρός της πολυκατοικίας και ο καφετζής μαζί με τον μεγαλοεργολαβο και τον εφοπλιστή. Ο τόπος διέθετε τις ηγεσίες που μπορούσαν να χωρέσουν πολλά και διαφορετικά όνειρα και να τα μετατρέψουν σε ένα μεγάλο όνειρο κάτω από μία κοινή πολιτική στέγη.
Από τα Μνημόνια και μετά αυτό τελείωσε οριστικά. Τα όνειρα των Ελλήνων δεν έχουν αρχηγό. Η Ν.Δ. στην καλύτερή της στιγμή, το 2019, άγγιξε αλλά δεν έφθασε το ψυχολογικό όριο του 40%. Την ψήφισαν 3,9 στους 10 Ελληνες. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην καλύτερή του στιγμή, το 2015, τα ίδια: Τον ψήφισαν 3,7 Ελληνες στους 10. Με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, αν αύριο διεξάγονταν εκλογές, η Ν.Δ. θα ψηφιζόταν από 3,2 Ελληνες στους 10. Ο ΣΥΡΙΖΑ από 2,5 Ελληνες στους 10. Το ΠΑΣΟΚ από 1,2. Δεν αρέσουν τα κόμματα στον λαό, λοιπόν. Δεν αρέσουν και το ξέρουν. Οι υποκλοπές αυτό αποδεικνύουν. Αν προεξοφλείς ότι δεν θα είσαι αυτοδύναμος επειδή δεν σε αγαπά ο λαός, παγιδεύεις τον αντίπαλό σου με κοριούς για να εκβιάσεις τη μετεκλογική συνεργασία και να συνεχίσεις να εξουσιάζεις τον δημόσιο βίο. Προσοχή, δεν έγινε λάθος στο ρήμα. Οποιος επιδιώκει να διατηρήσει την εξουσία με τα χαρτοπαικτικά κόλπα μιας σημαδεμένης τράπουλας να απολαύσει την εξουσία θέλει. Οχι να κυβερνήσει.
Οι ύβρεις του ΣΥΡΙΖΑ με γλώσσα πεζοδρομίου που βαπτίζεται από τα στελέχη του «προστασία της ελευθερίας έκφρασης» το ίδιο ακριβώς πράγμα υποδηλώνουν: την αδυναμία του να καταστεί, από την πλεονεκτική θέση της αντιπολιτεύσεως μάλιστα, ελκυστικό πλειοψηφικό πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα. Παρά τις διορθώσεις στη βιτρίνα, παραμένει αποκρουστικός, τεμπέλης στον κοινοβουλευτικό έλεγχο και περιμένει να πέσει η εξουσία στα πόδια του σαν ώριμο φρούτο. Με δανεικές έδρες κι αυτός, από τον Ανδρουλάκη. Τέλος, η απογοήτευση των βουλευτών επειδή δεν άλλαξε ο εκλογικός νόμος εις τρόπον ώστε ο χαμηλότερος πήχης της αυτοδυναμίας να διευκολύνει την επανεκλογή τους επίσης αυτό ακριβώς δείχνει: ότι επιζητούν την αναβάπτιση της λαϊκής ετυμηγορίας με «κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία».
Αν διατρέξουμε τις δημοσκοπήσεις προσεκτικά, θα καταλάβουμε γιατί απέτυχε να αναστηθεί ο δικομματισμός στα παλαιά του όρια ακόμη και μετά το τέλος των Μνημονίων. Ηγούνται των κομμάτων ηγεσίες που έχουν αποδοχή εντός των πεπερασμένων ορίων των κομματικών πυρήνων τους και η απήχηση των οποίων δεν υπερβαίνει τα κομματικά τους τείχη. Ο πρωθυπουργός έχει μέχρι τούδε ισχυρή αποδοχή κυρίως εντός του κόμματός του (με αξιοσημείωτο ποσοστό προσωπικών οπαδών), όχι όμως στο σύνολο της κομματικής βάσης.Όποια διείσδυσή του στο μικρό από απόψεως αριθμού ψηφοφόρων «κεντρώο» εκσυγχρονιστικό μπλοκ δεν κάνει τη διαφορά. Ο Αλέξης Τσίπρας έχει την καθολική αποδοχή του πολιτικού του χώρου, αλλά έξω από αυτόν επικρατεί πολιτική παγωνιά για το πρόσωπό του. Μόνο μια στιγμή κατάφερε να υπερβεί μετρημένα τον χώρο του, στο δημοψήφισμα του 2015, αλλά με την κωλοτούμπα των Μνημονίων η έξοδός του αυτή από τα κομματικά τείχη έγινε… αέρας φρέσκος. Το κρίσιμο για τις μεταπολιτευτικές μας ηγεσίες που οδήγησαν τα κόμματά τους σε εκλογικές νίκες με ποσοστά πολύ άνω του 40% ήταν ότι υπερέβαιναν τα τείχη τους. Οτι είχαν την ανοχή και των ψηφοφόρων των αντίπαλων κομμάτων. Η «υπέρβαση» που ανακάλυψε ο Αντώνης Σαμαράς ως έννοια ήταν η λέξη-κλειδί.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συσπείρωσε όλους τους Ελληνες γύρω από τους εθνικούς στόχους της ένταξης στην ΕΟΚ και της πλήρους αποκατάστασης της δημοκρατίας. Ο κόσμος γνώριζε τότε ότι κάθε επόμενη χρονιά θα ήταν καλύτερη από την προηγούμενη. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, με το σχήμα των «προοδευτικών δυνάμεων», η επιρροή του οποίου έφθανε έως το ΚΚΕ, ανέπτυξε μια πολιτική προσφυγής σε άκρατο δανεισμό, ο οποίος διοχετεύθηκε σε αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις 70% των μη προνομιούχων. «Δανειστήκαμε από την επόμενη γενιά αλλά τα χρωστούσαμε στην προηγούμενη» ήταν το δόγμα της κοινωνικής δικαιοσύνης του. Ο Κώστας Σημίτης, με όλες τις διαφορές που έχουμε μαζί του (ειδικώς με την κλεπτοκρατία των βασικών υπουργών του), συσπείρωσε με όχημα την ΟΝΕ ευρύτερες δυνάμεις γύρω από το ΠΑΣΟΚ, έστω και αν πληρώσαμε πολύ ακριβά ως οικονομία τη σκληρή ισοτιμία ένταξης (1 προς 340,75). Ο Κώστας Καραμανλής είχε αποδοχή 80% στις πρώτες μετεκλογικές δημοσκοπήσεις του 2004 γιατί συσπείρωνε με τη μάχη κατά των ολιγαρχών και με τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής εθνικής ανεξαρτησίας ευρύτερες δυνάμεις που ξεκινούσαν από την απώτατη Δεξιά και έφθαναν έως το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ και την κομμουνιστική Αριστερά.
Οι παρούσες ηγεσίες μας μπορεί να είναι αεικίνητες, εργατικές (ο Μητσοτάκης είναι εργατικός πρωθυπουργός), μεταρρυθμιστικές, μπορεί να συσπειρώνουν τους πεπεισμένους, δεν είναι όμως ηγεσίες ευρέως πέλματος. Δεν μπορούν να συγκινήσουν τις μάζες. Δεν δείχνουν ικανές να γεννήσουν εκ του μηδενός αυθεντικά και γνήσια πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα. Με ρίζες. Πασχίζουν, λοιπόν, να επιβιώσουν σε έναν σκληρό κόσμο με κολπάκια και πετροπόλεμο. Με δανεικές έδρες, δανεική επιρροή, δανεική «αγάπη». Δεν οδηγεί πουθενά αυτό, δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά. Η αγάπη στην πολιτική, και αν δανείζεται, δεν τοκίζεται.
Οι νόθες λύσεις λοιπόν δεν μπορούν ποτέ να αντικαταστήσουν τις γνήσιες. Ο τόπος χρειάζεται, το έχει ανάγκη, κάτι πολύ μεγαλύτερο. Ευρύτερο. Καθολικό. Λυτρωτικό. Αλλά για την ώρα δεν το βλέπω στον ορίζοντα. Εκτός κι αν πέσει κάποτε ξαφνικά. Σαν αστραπή. Απίθανο όμως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.