Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

«Ωδή στα απολεσθέντα» Για την ποιητική συλλογή του Νίκου Μπελάνε: ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ ΚΡΑΥΓΩΝ


Η ποίηση, εκ των πραγμάτων, προσλαμβάνεται από τον κάθε αναγνώστη με τον δικό του, τον απολύτως
δικό του τρόπο. Τα βιώματά του, οι σκέψεις του, οι εμπειρίες του, τα συναισθήματά του, η σχέσεις του γενικότερα με την ανάγνωση, καθορίζουν το υπόβαθρο, συνιστούν την αφετηρία από την οποία και θα εκκινήσει για να αισθανθεί το «μαγικό άγγιγμα», για να αφουγκραστεί το «φτερούγισμα της ψυχής», για να νοιώσει τη στιγμιαία, πλην συναρπαστική συγκίνηση, αυτήν που μόνον η καλή ποίηση μπορεί να προσφέρει.
Εκκινώντας, λοιπόν, από την ίδια ακριβώς αφετηρία, που σαφώς και εμπεριέχει την καθαρά υποκειμενική πρόσληψη, οφείλω από την πρώτη στιγμή να ομολογήσω πως η ανάγνωση της ποιητικής συλλογής του Νίκου Μπελάνε υπήρξε μία από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις των τελευταίων χρόνων. Θα έλεγα, μάλιστα «ποιητική αδεία», πως ήρθε όπως η ευεργετική βροχή στην άνυδρη γη.
Ο λόγος του, πυκνός και καλοδομημένος, άλλοτε γίνεται πυρετώδης και ασθματικός, μεταφέροντας την αίσθηση του ανεκπλήρωτου, άλλοτε βαθιά εξομολογητικός, τονίζοντας το ασήκωτο βάρος συναισθηματικών αδιεξόδων,  άλλοτε περιγραφικός, αποτυπώνοντας με εκπληκτική αμεσότητα αποσπασματικές εικόνες και άναρθρες κραυγές της «σκοτεινής μας» καθημερινότητας. Σε κάθε περίπτωση το ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ ΚΡΑΥΓΩΝ, αποτελεί μια ειλικρινή κατάθεση ψυχής, μία μελαγχολική «ωδή στα απολεσθέντα», ένα αληθινό καταφύγιο «ακριβών» συναισθημάτων.
Προς επίρρωση των προηγουμένων θα προσπαθήσω με σχηματικό τρόπο και με το στοιχείο της αυθαίρετης επιλογής να εμπεριέχεται (εξ’ ανάγκης) στην απόπειρα αυτή, να σταχυολογήσω  ποιήματα  της συλλογής, εντάσσοντας τα παράλληλα σε τρεις διαφορετικές ενότητες (με γνώμονα την αναζήτηση ενός κοινού αφηγηματικού μίτου), υπό τη σκέπη τίτλων που δανείζομαι από την ίδια τη συλλογή.
Η πρώτη ενότητα υπό τον τίτλο  «Αυτός ο μικρός τόπος, ο επικίνδυνος τόπος», αποδίνεται με τον χαρακτηριστικούς στίχους του Σεφέρη : « ο κόσμος μας είναι κλειστός, τον κλείνουν οι δύο μαύρες συμπληγάδες…». Στην περίπτωση του Μπελάνε οι συμπληγάδες αφορούν στις πνιγηρές ανάσες μιας πόλης που ασφυκτιά μέσα στα πεπερασμένα της όρια, όπου οι ορίζοντές της μοιάζουν περισσότερο με αδιέξοδα.  
Η δεύτερη ενότητα με τον τίτλο «Μην γίνεις τίποτα», έχει περισσότερο εξομολογητικό χαρακτήρα και θα μπορούσε το περιεχόμενό της να αποδοθεί με τον εξαιρετικό στίχο του Λεοντάρη:  «Το τρόπαιο της πίστης μας η χλεύη του κενού». Δεν υπάρχει τίποτα. Το τίποτα δείχνει να έχει στοιχειώσει την ποίηση του Νίκου Μπελάνε. Υπάρχει μόνον η ανάγκη να μείνεις μακριά από την εποχή σου, να μείνεις μακριά από οτιδήποτε πονάει περισσότερο από τη μοναξιά. Μα πάνω από όλα υπάρχει η ανάγκη της εκούσιας τυφλότητας (ένας από τους στίχους της συλλογής με την μεγαλύτερη εκφραστική δύναμη)
Η τρίτη ενότητα έχει τον τίτλο «Δεν θα έρθει κανείς» και παραπέμπει (με απόλυτη, θα έλεγα πιστότητα) στους  παρακάτω στίχους του Λειβαδίτη; «Κι αλήθεια πόσοι δεν χάθηκαν σε μια κάμαρα που δεν τους περίμενε κανείς… Αλήθεια, τι ζήσαμε; Μικρά καθημερινά γεγονότα που δε μάθαμε ποτέ το κρυφό νόημά τους/ η μοναξιά της κάμαρας, η απειλή των δρόμων, η σιωπή του ουρανού…». Άδεια σπίτια, άδειοι άνθρωποι, αδικαίωτες προσδοκίες. Ο κόσμος μία κόγχη αδειανή. Κι όμως πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα, κάτω από  χλωμό φως μιας λάμπας σε ένα δωμάτιο ενός παλιοκαιρισμένου σπιτιού, πάντα θα ακούγονται οι μουσικές των έκπτωτων αγγέλων (ένας ακόμη εξαιρετικός στίχος της συλλογής).

Αυτός ο μικρός τόπος, ο επικίνδυνος τόπος

 δεν γνωρίζει κάτι άλλο, πέρα από σκυθρωπά πρόσωπα ανθρώπων, που γέρασαν νωρίς/ Τα πάντα έξω από τα όρια αυτού του μικρού τόπου πεθαίνουν αμέσως μόλις γεννηθούν.
…έχω μάθει να τρέφομαι από την ασχήμια/ απόλυτα/ θρέφομαι από τις κακοφορμισμένες πληγές… Βρίσκω τον ορίζοντα που περισσότερο μοιάζει με αδιέξοδο…
Στις κολώνες της ηλεκτρικού/σημειώνονται οι πρόσφατες απουσίες/ Οι μπλέ κάδοι συλλέγουν στιγμιότυπα/ οι πράσινοι κάδοι σωρεύουν πεταμένες ζωές…
Διαβαίνω καθημερινά τους ίδιους δρόμους/ και ενώ έχω σιχαθεί/ συνεχίζω χωρίς να αλλάζω τόπο…Χαράζω νέες πορείες μέσα στους ίδιους δρόμους/ μα τα αστικά φαντάσματα παραμένουν απαράλλαχτα/ και ακολουθούν μιαν ανάσα πίσω από μένα.
Γύρω μου και δίπλα μου και μέσα μου καθρέφτες/ Μέσα τους είδωλα των ψυχών που μετοίκησαν σε άλλες πολιτείες/ ανύπαρκτες ψυχές.

Μη γίνεις τίποτα

…Έχει πλάκα να βάζει τελείες εκεί που όλοι αναμένουν σπόρους/ Μη γίνεις αυτό που απέφευγες τόσα χρόνια, μη γίνεις τίποτα.
…Μιλώ για την ανάγκη εκούσιας τυφλότητας... Η εντύπωση ότι δεν μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα/ ότι είμαι ανίκανος να θεραπεύσω οτιδήποτε/ είναι πάγια/ άρα παύει να είναι εντύπωση.
Δεν βγαίνω έξω ποτέ/ τα όσα περιγράφω είναι προϊόντα της φαντασίας μου/ Είμαι κλεισμένος στο δωμάτιο και το κλειδί είναι χαμένο/ Υπάρχει το παράθυρο, ένα παράθυρο που με συνδέει με τον κόσμο σου, αλλά δεν του δίνω και πολλή σημασία…
Η μνήμη μου είναι ένα ναρκοθετημένο χωράφι, όπου δεν φυτρώνει τίποτα, πέρα από κατασκευασμένοι μύθοι…
Βαρέθηκα τις λέξεις/ σιχάθηκα τις κουβέντες/ αποζητώ μόνο τις νότες της φύσης/ όσες δεν καταπίνει ο βρυχηθμός της πόλης/ δεν μου λείπει τίποτα πλέον/ γέμισα ολόκληρος κι άδειασα στη στιγμή…/ άδειος, το προτιμώ/ κενός το ιδανικό…/συνεχίζω το δρόμο μου/τη φτωχή διαδρομή μου…/μακριά από όλα/ από οτιδήποτε πονάει περισσότερο από τη μοναξιά/ μακριά από την εποχή, που έτσι και αλλιώς είναι μακριά…/δεν μπορώ κάνω αλλιώς/ κανείς δεν μπορεί, συνεχίζουμε όλοι/ είναι μοιραίο, είμαστε εξαρτημένοι/ παραδομένοι στη συνεχή περιπλάνηση/ μέσα και έξω από τον εαυτό μας…

Δεν θα έρθει κανείς

Στην ταράτσα της Λάζου Εξάρχη ο ανεμιστήρας δουλεύει ακατάπαυστα/ και η γυμνή λάμπα της κουζίνας προβάλλει ιδρωμένες μορφές στα ντουβάρια/ το ράντζο εκστρατείας τρίζει από τα μεθυσμένα όνειρα των ενοίκων/ και οι σκιές που απέμειναν σέρνονται χωρίς παρέα στο διάδρομο/ Αν ακούσεις αργά τη νύχτα το κουδούνι μην ανοίξεις την πόρτα της εισόδου/ Κάποιο λάθος θα κάνουν/ μας έχουν ξεχάσει όλοι/ και δυστυχώς δεν υπάρχει κανείς να ενδιαφέρεται αν υπάρχουμε.
Δίπλα μένει ένας πεισματάρης γέρος που συνεχώς ασχολείται με τον κήπο του/…Φορά πάντα το ίδιο παντελόνι και ένα σακάκι που, κάποτε ήταν μαύρο/…Στο στήθος του φυτρώνουν σπόροι και αγριάδες, θάμνοι και λουλούδια/ και όλα αυτά τα περιποιείται συνεχώς, όλον τον χρόνο, μαζί με τον κήπο του/Δεν τον επισκέπτεται κανείς…/Παρέα του τα εργαλεία, οι φτερωτοί αλήτες και ο κήπος του/ Έξι χρόνια μένω δίπλα του και αυτός δίπλα σε μένα…/και μόνο τις νύχτες στέκει πίσω από το παράθυρο που βλέπει στον κήπο/ Η σκιά στην κουρτίνα ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτόν/ …Η κουρτίνα κινείται ανοίγοντας διακριτικά και μένει ανοιχτή για λίγο/ όταν τα φώτα του κήπου ανάβουν ξαφνικά/ και τίποτα απολύτως τίποτα, δεν φαίνεται να κινείται μέσα σ’ αυτόν.
Οι άνθρωποι γερνάνε απλώνοντας ρούχα/ κι έπειτα με κοιτάζουν μ’ εκείνο το διάφανο βλέμμα, ένα βλέμμα σχεδόν γυάλινο/ χωρίς να με βλέπουν/ με διαπερνούν.../περιμένοντας κάποιον/ κάποιος να διαβεί το κατώφλι τους/ κάποιος να μπει στο σπίτι…/να ανοίξει την αγκαλιά του και να τους δεχθεί εκεί μέσα/ χωρίς περιττά λόγια.

Κλείνω την αναφορά μου στην ποιητική συλλογή του Νίκου Μπελάνε, επιλέγοντας το ποίημα, που κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε να αποτελέσει την κατακλείδα της. Έχει το «διαβολεμένο» και συναρπαστικό ρυθμό ενός μπλουζ τραγουδιού, που μπορεί και αποπνέει με ένα τρόπο μοναδικό μελαγχολία και αισιοδοξία συνάμα. «Η περιπλάνηση» γράφει ο Νίκος Μπελάνε, «κάποια στιγμή θα πάψει, θα φθάσω σε ένα σημείο, στην αφετηρία του τέλους, οπότε μέχρι εκεί πρέπει να γνωρίζω το δρόμο, απόλυτα…».  Γιατί όπως γράφει και ένας άλλος ποιητής (Κωσταβάρας): «Θα μάθουν όλοι ίσως κάποτε πως η πιο σκληρή περιπλάνηση αρχίζει μετά την επιστροφή».

ΕΞΩ ΑΠΟ ΕΔΩ
Να μην χάσω το δρόμο, να μην χαθώ/να μην χάσω τίποτα πολύτιμο/Έχω μείνει μισός, έχω μείνει χωρίς ανάσα, χωρίς σφυγμό, χωρίς οσμή/ Να μην χάσω το μυαλό μου, να μην γεράσει η καρδιά μου…/Η περιπλάνηση κάποια στιγμή θα πάψει/ θα  φθάσω σε ένα σημείο, στην αφετηρία του τέλους/ οπότε μέχρι εκεί πρέπει να γνωρίζω το δρόμο, απόλυτα/ να μην χαθώ σε περίεργα μέρη, σε άγονα μονοπάτια…/Δεν γίνεται να χάσω το δρόμο. Δεν γίνεται να χαθώ. Δεν γίνεται να χάσω άλλο κομμάτι μου…/Ας προχωρήσω/ Ας μην σκέφτομαι ότι, τελικά η καταστροφή είναι που σε επιλέγει και ποτέ το αντίθετο, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων/ αλλά ποτέ δεν υπήρξα εξαίρεση, ποτέ δεν ξεχώρισα από τη μάζα του πλήθους.

\ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.