Με αφορμή την επέτειο της εθνικής ανεξαρτησίας καλό
είναι να ασχοληθούμε με τμήματα της ιστορίας τα οποία δεν έχουν επαρκώς συζητηθεί στο δημόσιο διάλογο και τα οποία έχουν αντίκτυπο και στην σημερινή πολιτική πραγματικότητα.
Η Επανάσταση του 1821 αποτελεί το αποκορύφωμα εκτεταμένων πολιτικών διεργασιών οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και στον ελλαδικό χώρο αλλά και στη διασπορά. Υπήρξε δε η πρώτη επιτυχημένη εξέγερση μετά από 13 μείζονες εθνικές εξεγέρσεις στον ελλαδικό χώρο. Αυτό αποδεικνύει πως υπήρχε σαφής οριοθέτηση μεταξύ της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων και τον Οθωμανών κατακτητών.
Ο διαχωρισμός αυτός δεν έγινε βάσει γενετικής καταγωγής αλλά βάσει θρησκευτικού φρονήματος και της ιστορικής βαρύτητας που το θρησκευτικό φρόνημα είχε στο βαλκανικό χώρο. Αν το δούμε στεγνά γενετικά, τότε και οι περισσότεροι Οθωμανοί είναι ελληνικής καταγωγής μουσουλμάνοι.
Είναι απαραίτητο να θυμηθούμε πως την περίοδο της τουρκοκρατίας ο βασικός διαχωρισμός των εθνοτικών ομάδων (μιλιέτ) γινόταν βάσει θρησκεύματος και όχι βάσει γενετικής καταγωγής ή γλώσσας. Ο βασικός λόγος που αυτό συνέβαινε ήταν πως στην περιοχή μας το θρήσκευμα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την κρατική υπόσταση και πιο συγκεκριμένα οι χριστιανοί ένιωθαν πως το κράτος τους έπρεπε να ήταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενώ οι μουσουλμάνοι ένιωθαν πως το κράτος τους ήταν η οθωμανική αυτοκρατορία. Συνεπώς μέσα στη θρησκευτική συνείδηση κρύβονται δύο άλλα βαθύτερα δεδομένα με το πρώτο να είναι μία εθνική Συνείδηση η οποία είναι συνυφασμένη με το θρήσκευμα και ένα δεύτερο πως υπήρχε βάσει θρησκεύματος μία σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου.
Μεταξύ των εθνοτικών ομάδων του χριστιανικού πληθυσμού της βαλκανικής δεσπόζουσα θέση είχε η ελληνική η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και της οποίας η γλώσσα ήταν η lingua franca στη βαλκανική Χερσόνησο. Και ήταν lingua franca όχι μόνο των χριστιανών αλλά και των μουσουλμανικών πληθυσμών νοτίως της οροσειράς του Αίμου. Αυτή η δεσπόζουσα θέση ενισχύθηκε μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή με αιτία την οικονομική άνθηση της Ελληνικής Ναυτιλίας.
Αυτή η άνθηση της Ναυτιλίας και του εμπορίου οδήγησε και σε ενίσχυση των ελληνικών κοινοτήτων της ευρωπαϊκής διασποράς με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οργανώσεις και εταιρείες οι οποίες σκοπό είχαν την εθνική ολοκλήρωση. Η πιο γνωστή από αυτές ήταν η Φιλική Εταιρεία η οποία οργάνωσε και την επανάσταση βασιζόμενη ωστόσο σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ιδεολογική προετοιμασία κατά τον νεοελληνικό διαφωτισμό με κυρίαρχη μορφή τον Ρήγα Φεραίο.
Μία πιο προσεκτική ανάγνωση και των κειμένων του νεοελληνικού διαφωτισμού αλλά και των γραπτών της Φιλικής Εταιρείας μας φανερώνει μία διαφορετική προσέγγιση της ελληνικής εθνικής συνείδησης από την σημερινή. Σε αυτή την προσέγγιση ως Έλληνες λογίζονται όλοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί της βαλκανικής και ως στόχος ορίζεται η δημιουργία κράτους το οποίο θα συμπεριλαμβάνει όλους αυτούς τους πληθυσμούς με κυρίαρχη γλώσσα την Ελληνική και τον ελληνικό πολιτισμό όπως αυτός είχε διαμορφωθεί και από τα χρόνια της αρχαιότητας και από τους βυζαντινούς χρόνους. Αυτό αποτελούσε και το όραμα της Μεγάλης Χάρτας του Ρήγα. Ο δε Μαυροκορδάτος στην επιστολή του στους δυτικούς ηγεμόνες υπονοούσε σαφώς πως στόχος είναι η κατάληψη της αυτοκρατορίας και η μετατροπή της σε χριστιανική από μουσουλμανική.
Αυτό ωστόσο στην πορεία έμεινε πίσω καθώς η ελληνική επανάσταση επικράτησε μετά τα πρώτα χρόνια μόνο στη νότια Ελλάδα ενώ η επίκλησή του θα μπορούσε να απομακρύνει τα Ευρωπαϊκά κράτη τα οποία είχαν ενδεχομένως και άλλα συμφέροντα στην περιοχή. Ωστόσο υπήρχε και μία άλλη σχολή σκέψης με προεξάρχοντα τον Αδαμάντιο Κοραή η οποία σαφώς διαχωρίζει τους Έλληνες από τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς αλλά και την ελληνική ιστορία από την ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο όνομα της Ελληνικής Αναγέννησης. Και πάνω σε αυτή την αντίστιξη βασίζεται και όρος Γραικός έναντι του όρου Έλληνας.
Μετά το τέλος της περιόδου της Επανάστασης και την εγκαθίδρυση της βαυαροκρατίας η τελευταία επέλεξε τη θεώρηση Κοραή και την επέβαλε ως επίσημη ελληνική θέση για τους δικούς της λόγους μεταξύ των οποίων και η επέκταση των κεντροευρωπαϊκών γερμανικών κρατών στα βαλκανικά εδάφη. Πλην όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό να εφαρμοστεί πλήρως με αποτέλεσμα μετά την πτώση των Βαυαρών και την εγκαθίδρυση μιας κάποιας Δημοκρατίας, πρώτος πρωθυπουργός εξελέγη ο Κωλέττης ο οποίος επανέφερε ελαφρώς παραλλαγμένη τη θεώρηση του Ρήγα Φεραίου και της Φιλικής Εταιρείας δημιουργώντας τη Μεγάλη Ιδέα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πως με την απεμπόληση της Μεγάλης Ιδέας μετά το 1922 οι σχέσεις της Ελλάδος με τις βαλκανικές χώρες παύουν να αποτελούν προτεραιότητα και για τις δύο μεριές. Μετά το 1922 η Ελληνική Αναγέννηση αποτελεί την επίσημη εθνική θεώρηση.
Το αποτέλεσμα της διαπάλης των δύο θεωρήσεων της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής εθνικής συνείδησης οδήγησε στην σημερινή νεοελληνική εθνική συνείδηση η οποία εμφανίζεται χιμαιρική. Στη σύγχρονη εποχή υπάρχει μία ισχυρή ελληνοκεντρική εθνική συνείδηση με ευθεία αναφορά στην αρχαιότητα και μία λανθάνουσα ρωμαϊκή ηθική συνείδηση η οποία εκφράζεται με τον όρο Ρωμιός. Αυτός ο χιμαιρικός χαρακτήρας προκαλεί μία ελαφρά αρρυθμία στο εσωτερικό της χώρας η οποία εμφανίζεται βαριά στη βαλκανική πολιτική και τελικά μας στοιχίζει στις βαλκανικές μας σχέσεις. Ωστόσο η παραμονή της λανθάνουσας ρωμαϊκής συνείδησης και η ταύτισή της με την ελληνική στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, σχεδόν απόλυτα από τη Δυναστεία των Μακεδόνων και έπειτα και απόλυτα μετά το 1204, οδήγησε στην απόλυτα αρμονική συνύπαρξη όλων των πληθυσμιακών ομάδων εντός του ελληνικού κράτους και την ομογενοποίηση τους. Ακόμα και σήμερα αυτή η λανθάνουσα εθνική συνείδηση αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους χριστιανικούς λαούς της βαλκανικής και όσο πιο αδύναμη είναι τόσο πιο ψυχρές είναι οι σχέσεις, ενώ όσο πιο ισχυρή είναι τόσο πιο ισχυρές είναι οι σχέσεις. Γιατί αυτή η λανθάνουσα εθνική συνείδηση δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά συνυπάρχει στους λαούς της βαλκανικής Χερσονήσου.
Τον ρόλο της βαυαροκρατίας στην βόρεια βαλκανική με την καταπίεση της ίδιας λανθάνουσας εθνικής συνείδησης έπαιξε το ιδεολόγημα του πανσλαβισμού το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως όχημα της επέκτασης της ρωσικής επιρροής στην περιοχή. Η ταυτόχρονη συνύπαρξη των δύο ιδεολογημάτων, της Ελληνικής Αναγέννησης από την αρχαιότητα και του Πανσλαβισμού, διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στην αποξένωση των λαών της βαλκανικής επιτρέποντας τη διείσδυση ξένων δυνάμεων στα πολιτικά πράγματα της κάθε χώρας. Αυτή η μείζονα αρρυθμία στις βαλκανικές σχέσεις διαχώριζε τους βαλκανικούς λαούς και πυροδοτούσε τις εθνικιστικές εντάσεις στα Βαλκάνια.
Η συνειδητοποίηση της διπλής ελληνικής εθνικής συνείδησης μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για μία διαφορετική πολιτική προς βορρά και μία αρχή ελληνικής διείσδυσης στην περιοχή. Σε αυτό σαφώς συνεπικουρεί και η εκτεταμένη χρήση της Ελληνικής πέραν των βορείων συνόρων μας και στις τρεις χώρες. Επίσης μπορεί αυτό να φέρει πιο κοντά και τους βαλκανικούς λαούς δημιουργώντας έτσι μία συμμαχία ικανή να επηρεάζει εξελίξεις και ικανή να ανασχέσει τον τουρκικό και ισλαμικό επεκτατισμό καθώς και να κρατήσει και τη Ρωσία μακράν των εσωτερικών θεμάτων των βαλκανικών χωρών.
Αυτό αποτελεί εν πολλοίς και τον λόγο της αντιφατικής πολιτικής της Ρωσίας διαχρονικά έναντι της Ελλάδος. Με δεδομένο το θρήσκευμα και την παραδοσιακή ρωσόφιλη στάση του ελληνικού πληθυσμού, κατά διαστήματα η Ρωσία δρα υποστηρικτικά προς την Ελλάδα. Ωστόσο διαχρονικά η ρωσική πολιτική δεν ξεχνά πώς ο Ελληνισμός αποτελεί αντίπαλό της καθώς είναι η άλλη δύναμη η οποία ενώνει τους χριστιανικούς πληθυσμούς στη βαλκανική Χερσόνησο στο θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δικαιολογεί αυτό σε ένα βαθμό για το γεγονός πως η ρωσική πολιτική ακολουθεί ένα εκκρεμές φιλίας και αντιπαλότητας με την Τουρκία.
Αυτή η συζήτηση στην ουσία ποτέ δεν ξεκίνησε στο δημόσιο διάλογο και κρίνω σκόπιμο να ξεκινήσει, καθώς θα πρέπει για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να πορευόμαστε στο χρόνο να γνωρίζουμε τους εαυτούς μας και να μπορέσουμε να αφαιρέσουμε από τον τρόπο με τον οποίον βλέπουμε το έθνος μας τις εξωτερικές παρεμβολές.
Γιατί το έθνος δεν τελειώνει στο μνημόνιο, δεν τελειώνει στη χρεοκοπία και δεν μπορεί να τελειώσει και από μία τυχάρπαστη κυβέρνηση.
http://www.antinews.gr
είναι να ασχοληθούμε με τμήματα της ιστορίας τα οποία δεν έχουν επαρκώς συζητηθεί στο δημόσιο διάλογο και τα οποία έχουν αντίκτυπο και στην σημερινή πολιτική πραγματικότητα.
Η Επανάσταση του 1821 αποτελεί το αποκορύφωμα εκτεταμένων πολιτικών διεργασιών οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και στον ελλαδικό χώρο αλλά και στη διασπορά. Υπήρξε δε η πρώτη επιτυχημένη εξέγερση μετά από 13 μείζονες εθνικές εξεγέρσεις στον ελλαδικό χώρο. Αυτό αποδεικνύει πως υπήρχε σαφής οριοθέτηση μεταξύ της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων και τον Οθωμανών κατακτητών.
Ο διαχωρισμός αυτός δεν έγινε βάσει γενετικής καταγωγής αλλά βάσει θρησκευτικού φρονήματος και της ιστορικής βαρύτητας που το θρησκευτικό φρόνημα είχε στο βαλκανικό χώρο. Αν το δούμε στεγνά γενετικά, τότε και οι περισσότεροι Οθωμανοί είναι ελληνικής καταγωγής μουσουλμάνοι.
Είναι απαραίτητο να θυμηθούμε πως την περίοδο της τουρκοκρατίας ο βασικός διαχωρισμός των εθνοτικών ομάδων (μιλιέτ) γινόταν βάσει θρησκεύματος και όχι βάσει γενετικής καταγωγής ή γλώσσας. Ο βασικός λόγος που αυτό συνέβαινε ήταν πως στην περιοχή μας το θρήσκευμα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την κρατική υπόσταση και πιο συγκεκριμένα οι χριστιανοί ένιωθαν πως το κράτος τους έπρεπε να ήταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενώ οι μουσουλμάνοι ένιωθαν πως το κράτος τους ήταν η οθωμανική αυτοκρατορία. Συνεπώς μέσα στη θρησκευτική συνείδηση κρύβονται δύο άλλα βαθύτερα δεδομένα με το πρώτο να είναι μία εθνική Συνείδηση η οποία είναι συνυφασμένη με το θρήσκευμα και ένα δεύτερο πως υπήρχε βάσει θρησκεύματος μία σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου.
Μεταξύ των εθνοτικών ομάδων του χριστιανικού πληθυσμού της βαλκανικής δεσπόζουσα θέση είχε η ελληνική η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και της οποίας η γλώσσα ήταν η lingua franca στη βαλκανική Χερσόνησο. Και ήταν lingua franca όχι μόνο των χριστιανών αλλά και των μουσουλμανικών πληθυσμών νοτίως της οροσειράς του Αίμου. Αυτή η δεσπόζουσα θέση ενισχύθηκε μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή με αιτία την οικονομική άνθηση της Ελληνικής Ναυτιλίας.
Αυτή η άνθηση της Ναυτιλίας και του εμπορίου οδήγησε και σε ενίσχυση των ελληνικών κοινοτήτων της ευρωπαϊκής διασποράς με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οργανώσεις και εταιρείες οι οποίες σκοπό είχαν την εθνική ολοκλήρωση. Η πιο γνωστή από αυτές ήταν η Φιλική Εταιρεία η οποία οργάνωσε και την επανάσταση βασιζόμενη ωστόσο σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ιδεολογική προετοιμασία κατά τον νεοελληνικό διαφωτισμό με κυρίαρχη μορφή τον Ρήγα Φεραίο.
Μία πιο προσεκτική ανάγνωση και των κειμένων του νεοελληνικού διαφωτισμού αλλά και των γραπτών της Φιλικής Εταιρείας μας φανερώνει μία διαφορετική προσέγγιση της ελληνικής εθνικής συνείδησης από την σημερινή. Σε αυτή την προσέγγιση ως Έλληνες λογίζονται όλοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί της βαλκανικής και ως στόχος ορίζεται η δημιουργία κράτους το οποίο θα συμπεριλαμβάνει όλους αυτούς τους πληθυσμούς με κυρίαρχη γλώσσα την Ελληνική και τον ελληνικό πολιτισμό όπως αυτός είχε διαμορφωθεί και από τα χρόνια της αρχαιότητας και από τους βυζαντινούς χρόνους. Αυτό αποτελούσε και το όραμα της Μεγάλης Χάρτας του Ρήγα. Ο δε Μαυροκορδάτος στην επιστολή του στους δυτικούς ηγεμόνες υπονοούσε σαφώς πως στόχος είναι η κατάληψη της αυτοκρατορίας και η μετατροπή της σε χριστιανική από μουσουλμανική.
Αυτό ωστόσο στην πορεία έμεινε πίσω καθώς η ελληνική επανάσταση επικράτησε μετά τα πρώτα χρόνια μόνο στη νότια Ελλάδα ενώ η επίκλησή του θα μπορούσε να απομακρύνει τα Ευρωπαϊκά κράτη τα οποία είχαν ενδεχομένως και άλλα συμφέροντα στην περιοχή. Ωστόσο υπήρχε και μία άλλη σχολή σκέψης με προεξάρχοντα τον Αδαμάντιο Κοραή η οποία σαφώς διαχωρίζει τους Έλληνες από τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς αλλά και την ελληνική ιστορία από την ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο όνομα της Ελληνικής Αναγέννησης. Και πάνω σε αυτή την αντίστιξη βασίζεται και όρος Γραικός έναντι του όρου Έλληνας.
Μετά το τέλος της περιόδου της Επανάστασης και την εγκαθίδρυση της βαυαροκρατίας η τελευταία επέλεξε τη θεώρηση Κοραή και την επέβαλε ως επίσημη ελληνική θέση για τους δικούς της λόγους μεταξύ των οποίων και η επέκταση των κεντροευρωπαϊκών γερμανικών κρατών στα βαλκανικά εδάφη. Πλην όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό να εφαρμοστεί πλήρως με αποτέλεσμα μετά την πτώση των Βαυαρών και την εγκαθίδρυση μιας κάποιας Δημοκρατίας, πρώτος πρωθυπουργός εξελέγη ο Κωλέττης ο οποίος επανέφερε ελαφρώς παραλλαγμένη τη θεώρηση του Ρήγα Φεραίου και της Φιλικής Εταιρείας δημιουργώντας τη Μεγάλη Ιδέα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πως με την απεμπόληση της Μεγάλης Ιδέας μετά το 1922 οι σχέσεις της Ελλάδος με τις βαλκανικές χώρες παύουν να αποτελούν προτεραιότητα και για τις δύο μεριές. Μετά το 1922 η Ελληνική Αναγέννηση αποτελεί την επίσημη εθνική θεώρηση.
Το αποτέλεσμα της διαπάλης των δύο θεωρήσεων της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής εθνικής συνείδησης οδήγησε στην σημερινή νεοελληνική εθνική συνείδηση η οποία εμφανίζεται χιμαιρική. Στη σύγχρονη εποχή υπάρχει μία ισχυρή ελληνοκεντρική εθνική συνείδηση με ευθεία αναφορά στην αρχαιότητα και μία λανθάνουσα ρωμαϊκή ηθική συνείδηση η οποία εκφράζεται με τον όρο Ρωμιός. Αυτός ο χιμαιρικός χαρακτήρας προκαλεί μία ελαφρά αρρυθμία στο εσωτερικό της χώρας η οποία εμφανίζεται βαριά στη βαλκανική πολιτική και τελικά μας στοιχίζει στις βαλκανικές μας σχέσεις. Ωστόσο η παραμονή της λανθάνουσας ρωμαϊκής συνείδησης και η ταύτισή της με την ελληνική στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, σχεδόν απόλυτα από τη Δυναστεία των Μακεδόνων και έπειτα και απόλυτα μετά το 1204, οδήγησε στην απόλυτα αρμονική συνύπαρξη όλων των πληθυσμιακών ομάδων εντός του ελληνικού κράτους και την ομογενοποίηση τους. Ακόμα και σήμερα αυτή η λανθάνουσα εθνική συνείδηση αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους χριστιανικούς λαούς της βαλκανικής και όσο πιο αδύναμη είναι τόσο πιο ψυχρές είναι οι σχέσεις, ενώ όσο πιο ισχυρή είναι τόσο πιο ισχυρές είναι οι σχέσεις. Γιατί αυτή η λανθάνουσα εθνική συνείδηση δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά συνυπάρχει στους λαούς της βαλκανικής Χερσονήσου.
Τον ρόλο της βαυαροκρατίας στην βόρεια βαλκανική με την καταπίεση της ίδιας λανθάνουσας εθνικής συνείδησης έπαιξε το ιδεολόγημα του πανσλαβισμού το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως όχημα της επέκτασης της ρωσικής επιρροής στην περιοχή. Η ταυτόχρονη συνύπαρξη των δύο ιδεολογημάτων, της Ελληνικής Αναγέννησης από την αρχαιότητα και του Πανσλαβισμού, διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στην αποξένωση των λαών της βαλκανικής επιτρέποντας τη διείσδυση ξένων δυνάμεων στα πολιτικά πράγματα της κάθε χώρας. Αυτή η μείζονα αρρυθμία στις βαλκανικές σχέσεις διαχώριζε τους βαλκανικούς λαούς και πυροδοτούσε τις εθνικιστικές εντάσεις στα Βαλκάνια.
Η συνειδητοποίηση της διπλής ελληνικής εθνικής συνείδησης μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για μία διαφορετική πολιτική προς βορρά και μία αρχή ελληνικής διείσδυσης στην περιοχή. Σε αυτό σαφώς συνεπικουρεί και η εκτεταμένη χρήση της Ελληνικής πέραν των βορείων συνόρων μας και στις τρεις χώρες. Επίσης μπορεί αυτό να φέρει πιο κοντά και τους βαλκανικούς λαούς δημιουργώντας έτσι μία συμμαχία ικανή να επηρεάζει εξελίξεις και ικανή να ανασχέσει τον τουρκικό και ισλαμικό επεκτατισμό καθώς και να κρατήσει και τη Ρωσία μακράν των εσωτερικών θεμάτων των βαλκανικών χωρών.
Αυτό αποτελεί εν πολλοίς και τον λόγο της αντιφατικής πολιτικής της Ρωσίας διαχρονικά έναντι της Ελλάδος. Με δεδομένο το θρήσκευμα και την παραδοσιακή ρωσόφιλη στάση του ελληνικού πληθυσμού, κατά διαστήματα η Ρωσία δρα υποστηρικτικά προς την Ελλάδα. Ωστόσο διαχρονικά η ρωσική πολιτική δεν ξεχνά πώς ο Ελληνισμός αποτελεί αντίπαλό της καθώς είναι η άλλη δύναμη η οποία ενώνει τους χριστιανικούς πληθυσμούς στη βαλκανική Χερσόνησο στο θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δικαιολογεί αυτό σε ένα βαθμό για το γεγονός πως η ρωσική πολιτική ακολουθεί ένα εκκρεμές φιλίας και αντιπαλότητας με την Τουρκία.
Αυτή η συζήτηση στην ουσία ποτέ δεν ξεκίνησε στο δημόσιο διάλογο και κρίνω σκόπιμο να ξεκινήσει, καθώς θα πρέπει για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να πορευόμαστε στο χρόνο να γνωρίζουμε τους εαυτούς μας και να μπορέσουμε να αφαιρέσουμε από τον τρόπο με τον οποίον βλέπουμε το έθνος μας τις εξωτερικές παρεμβολές.
Γιατί το έθνος δεν τελειώνει στο μνημόνιο, δεν τελειώνει στη χρεοκοπία και δεν μπορεί να τελειώσει και από μία τυχάρπαστη κυβέρνηση.
http://www.antinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.